Δεν ζούμε, τρέχουμε: Το κείμενο για τις ψυχικές ασθένειες που χτυπάει καμπανάκι
Δεν ζούμε, τρέχουμε.
Όλο τρέχουμε, κάτι να προλάβουμε, κάτι να κάνουμε, κάποιον να δούμε, κάτι να πληρώσουμε, κάτι να ακούσουμε, κάτι να μάθουμε, κάτι να διαβάσουμε, κάτι.
Απ’ τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας μέχρι να τα κλείσουμε, τρέχουμε.
Ακόμα και τις στιγμές που ξεκουραζόμαστε, ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο μας, ακόμα και τότε κάτι πρέπει να κάνουμε.
«Τι κάνεις;»«Τίποτα» (αυτή είναι η πιο ανησυχητική απάντηση)
«Τι κάνεις;»«Τρέχω» (αυτή είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση)
Αν μείνεις για μια ώρα χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, αισθάνεσαι ενοχές.
Αν σε δουν να μένεις έτσι για μια ώρα, χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, θα σου προτείνουν αντικαταθλιπτικά.
Γιατί πέρα από τις δουλειές που πρέπει να κάνεις, πέρα από τα καθήκοντα σου, θα μπορούσες να αξιοποιήσεις αυτή την ώρα, διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, κάνοντας γυμναστική -αντί να χάνεις το χρόνο σου.
Λες και η ώρα του ρεμβασμού είναι χαμένη ζωή.Λες και η υπόλοιπη ζωή, όπου όλο τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, είναι κερδισμένη ζωή.
Ακόμα και τα παιδιά μας τα γαλουχούμε με το ιδανικό της άοκνης προσπάθειας.
Ερεθίσματα, ακόμα περισσότερα ερεθίσματα, καταιγισμός ερεθισμάτων από την κούνια, μην τυχόν και δεν ακούσει Μότσαρτ, μην τυχόν και δεν μιλήσει ως τα δύο, και περισσότερα ερεθίσματα μετά, και παιχνίδια εκπαιδευτικά και διάβασμα και μουσική προπαιδεία και εξωσχολικές δραστηριότητες και εποικοδομητικό παιχνίδι (λες και το παιχνίδι μπορεί να είναι κάτι άλλο) και dvd και τάμπλετ και κολυμβητήριο και δύο ξένες γλώσσες από νωρίς (γιατί τότε μαθαίνουν πιο εύκολα), τα παιδιά μας τρέχουν πίσω μας κι αυτά.
Τρέχουμε εμείς, τρέχουν και τα παιδιά μας.
Πρέπει πάντα να κάνεις κάτι, να μην «χάνεις τον καιρό σου», να μη σπαταλάς τον καιρό σου.
Όμως αυτή η άδεια ώρα είναι ανάγκη του ανθρώπου.
Όταν αφήνουμε τον νου μας να αδειάσει, τότε πλησιάζουμε περισσότερο τον πυρήνα μας.
Γιατί όλα όσα μάθαμε κι όλα όσα μαθαίνουμε, όλα όσα κάνουμε και όλα όσα τρέχουμε να προλάβουμε (all that you give, all that you deal, all that you buy -beg, borrow or steal), είναι ενδύματα του νου και όταν τον νου τον βαρυφορτώνεις τότε αυτός, αναπόφευκτα κάποια στιγμή, καταρρέει.
Οι ψυχικές ασθένειες είναι η πανδημία του σύγχρονου πολιτισμού. Κατάθλιψη, ψυχαναγκασμοί, φοβίες και κυρίως άγχος.
Γιατί τρέχουμε. Τρέχουμε να προλάβουμε τη ζωή και δεν καταλαβαίνουμε ότι η ζωή έχει μείνει πίσω.
Αυτό που κυνηγάμε είναι η fata-morgana των προσδοκιών που πρέπει να έχουμε.
Γιατί πρέπει να είμαστε επιτυχημένοι, πρέπει να έχουμε περισσότερα λεφτά, πρέπει να είμαστε καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι, πρέπει να έχουμε τα πιο έξυπνα παιδιά, και πρέπει να ξεπεράσουμε τους άλλους, να έχουμε περισσότερα λεφτά από τους άλλους, να είμαστε πιο καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι από τους άλλους…
Πρέπει να κάνουμε, πρέπει να είμαστε, πρέπει να έχουμε κάτι παραπάνω και κάτι παραπάνω και όλο τρέχουμε για να το έχουμε και όλο πασχίζουμε για να πετύχουμε αυτό το κάτι παραπάνω, αυτό το μεγάλο, και τελικά έρχεται μια στιγμή όπου καταλαβαίνεις ότι έχασες εκείνο το μικρό και «λίγο παρακάτω» που είχες.
Δεν απόλαυσες το σώμα σου και την νεότητα σου, γιατί πάντα ήθελες να είσαι πιο αδύνατος/η, πιο όμορφος/, πιο Μπραντ Πητ/Αντζελίνα Τζολί.
Όταν όμως είσαι ογδόντα χρονών και κοιτάς τις φωτογραφίες της νεότητας καταλαβαίνεις ότι ήσουν πιο όμορφος/η απ’ όσο πίστευες τότε.
Δεν απόλαυσες τον σύντροφο σου, γιατί διαρκώς γκρίνιαζε και δεν έβγαζε αρκετά λεφτά, και δεν ήταν αρκετά ρομαντικός-όμορφος-ερωτικός και γιατί δεν πρόλαβες να ασχοληθείς μαζί του, είχατε το Τρέξιμο.
Αλλά στα ογδόντα, όταν πια δεν θα τον έχεις δίπλα σου, νοσταλγείς τη γκρίνια του και τα ελαττώματα του και εκείνον τον χαζό τρόπο που σου έλεγε: «Ε, ναι, σ’ αγαπώ. Πάλι τα ίδια θα λέμε;»
Δεν απόλαυσες τα παιδιά σου, γιατί έπρεπε να τα στείλεις στον παιδικό σταθμό ώστε να μπορείς να τρέχεις για να τους προσφέρεις τα πάντα και έπρεπε να τα προετοιμάσεις για το νηπιαγωγείο, να τα στείλεις διαβασμένα στο δημοτικό, να τα στείλεις να μάθουν αγγλικά-γαλλικά-μουσική-θέατρο-μπαλέτο-υπολογιστές, και έπρεπε να διαβάζουν όλη μέρα για να περάσουν στο πανεπιστήμιο και μετά έφυγαν από το σπίτι πριν να το καταλάβεις.
Και στα ογδόντα σου, κοιτάς τις φωτογραφίες των παιδιών σου και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες να τα αγκαλιάσεις όσο ήθελες, δεν πρόλαβες να παίξεις μαζί τους, γιατί έπρεπε να τρέχεις και έπρεπε να τρέχουν κι εκείνα.
Κοιτάς πίσω και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες τίποτα.
Ούτε τους φίλους σου να δεις ούτε τους γονείς σου να καταλάβεις ούτε έρωτες να ζήσεις ούτε να χορέψεις ούτε να κάνεις αυτά που θεωρούσες σημαντικά όταν ήσουν παιδί.
Κι αυτό σου φαίνεται παράξενο. Όλο έτρεχες κι όμως δεν πρόλαβες.
Γιατί έτρεχες τότε; Για να πληρώσεις όλους τους λογαριασμούς; Μα ακόμα χρωστάς και νέοι λογαριασμοί έρχονται κάθε μέρα.
Και καταλαβαίνεις ότι έτρεχες για να επιβιώσεις.
Λυπάμαι που στο λέω, αλλά τώρα, στα ογδόντα, δεν έχεις χρόνο για τύψεις.
Έχεις λίγο χρόνο να ζήσεις ακόμα, μην τον χαραμίσεις σε τύψεις γι’ αυτά που δεν έζησες. Άλλωστε ο χρόνος πάντα έτσι είναι, λίγος, όσων χρονών και να είσαι.
Πάρε μια βαθιά ανάσα και άδειασε τον νου σου.
Μην τρέχεις πια. Στάσου!
Κι αν δεν είσαι ογδόντα, αν έχεις μικρά παιδιά, πιάστα απ’ το χέρι, αγκάλιασέ ‘τα, παίξε μαζί τους. Τόσο γρήγορα, πριν να το καταλάβεις, δεν θα θέλουν να τα κρατάς απ’ το χέρι, δεν θα είναι παιδιά.
Κι εσύ δεν θα είσαι νέος, ζωντανός για πολύ ακόμα. Ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών διαρκεί η ζωή, όσο και να τρέχεις.
Στάσου! Πάρε μια ανάσα.