Υπάρχουν κι εκείνες, που όταν έχασαν το γοβάκι, έβγαλαν και το άλλο κι άρχισαν να περπατούν ξυπόλητες.
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δεν θυμάμαι αν στο είπα ποτέ, αλλά δεν μεγάλωσαν όλα τα κοpιτσάκια με το παραμύθι της Σταχτοπούτας.
Δεν μεγάλωσαν όλα τα κοpιτσάκια περιμένοντας κάποιον περαστικό να τους βρει το χαμένο γοβάκι.
Υπάρχουν και κάτι άλλα κοpιτσάκια, που όταν έχασαν το γοβάκι, έβγαλαν και το άλλο κι άρχισαν να περπατούν ξυπόλιτες.
Από δανεικές ευτυχίες και μισές παρουσίες, προτίμησαν να ματώσουν τα πόδια τους, να σημαδέψουν τις στιγμές τους, αλλά να χαράξουν τη γη στο πέρασμά τους.
Δεν ζήτησαν τα ρέστα από κανέναν για ό,τι στραβό κι αν τους έφερνε ο δρόμος τους.
Δεν κλάφτηκαν, δεν μιζέριασαν, δεν μετάνιωσαν.
Τα έζησαν όλα στο κόκκινο. Τα έκαναν όλα κατά πώς το ένιωσαν κι όχι κατά πώς έπρεπε ή κατά πώς κάποιος άλλος το απαίτησε.
Κι όταν ήρθε η ώρα, στάθηκαν και κοίταξαν κατάματα τη μοίρα τους.
Βλέπεις, δεν ήξεραν να κατεβάζουν το κεφάλι.
Ήξεραν να νιώθουν.
Να γελάνε από την ψυχή τους, να κλαίνε χωρίς λυγμό.
Να δαγκώνουν τα χείλια τους και να τα ματώνουν μα το παράπονο να μην βγαίνει από τα χείλια τους.
Να αγαπάνε απόλυτα. Να εpωτεύονται αληθινά.
Να τα δίνουν όλα.
Γενναιόδωρες από την φύση τους γιατί δεν τους δόθηκε τίποτα “έτοιμο”.
Στο λεξιλόγιό τους, δεν γράφτηκε ποτέ η λέξη “εκδίκηση”.
Δεν θέλησαν ποτέ να εκφυλίσουν όσα ένιωσαν. Δεν θέλησαν ποτέ να ξεφτιλίσουν την ψυχή τους και τα αισθήματά τους.
Έδωσαν μια τελευταία ευκαιρία, σκόρπισαν ένα χαμόγελο και ευχαρίστησαν για όσα ένιωσαν.
Έδωσαν στην μοίρα πουρμπουάρ και μια ευχή αληθινή, από ψυχής, και τράβηξαν το δρόμο τους.
Άλλωστε το δρόμο αυτό τον ξέρουν καλά.
Ξέρουν και τους δράκους, ξέρουν και τις νεράιδες.
Ξέρουν τη μοναξιά, ξέρουν και το μαζί.
Ξέρουν να απολαμβάνουν τη μπουνάτσα, μα ξέρουν να απολαμβάνουν και τις καταιγίδες.
Ξέρουν να περνάνε μέσα από τα κύματα και να βγαίνουν αλώβητες.
Σημαδεμένες, μα αλώβητες.