Τότε που δεν υπήρχαν νταντάδες
Υπάρχει εκείνη η παλιά παροιμία που λέει ότι χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί. Στην Ελλάδα των αρχών του ’80 χρειαζόταν ολόκληρη η γειτονιά. Στη δική μου περίπτωση χρειάστηκε μια γυναίκα, που τη φώναζα παραμάνα μου, με τόση αγάπη όσο και τη μάνα μου.
Η Μαριώ λοιπόν, έμενε στο διπλανό σπίτι από το δικό μας και όλη μου την προσχολική ηλικία θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζω στην τσιμεντένια αυλή και τον μικρό κήπο της μονοκατοικίας της. Πίστευα πως ήταν πολύ πλούσια, μια και στο σπίτι της είχε πάντα και πίτα σπιτική, καιπαγωτό φράουλα που μου το παραγέμιζε με το μεταλλικό κουτάλι υπομονετικά μέχρι να πάει κάτω-κάτω και να μην το τρώω άδειο το χωνάκι, και ζελέ κεράσι και βούτυρο μυρωδάτο με μέλι πάνω στη ζεστή φέτα ψωμί…
Κάθε απόγευμα, νωρίς – νωρίς, έτρεχα στο σπίτι της που ήταν για μένα γεμάτο θησαυρούς και λιχουδιές. Μόλις με έβλεπε να παραμερίζω το πορτάκι του κήπου μου χαμογελούσε:
-Καλώς το μου το κορίτσι μου, καλώς το Ρηνούλι μου.
Μονάχα εκείνη με φώναζε έτσι και κανείς άλλος στον κόσμο ποτέ. Φανταστείτε να ερχόταν σπίτι σας κάθε απόγευμα το γειτονόπουλο και να καθόταν 3 και 4 ώρες…Μα η Μαριώ το θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό να με έχει σπίτι της τόσες ώρες και εγώ αισθανόμουν όλα αυτά τα χρόνια σαν μονάκριβη καλεσμένη. Αν κάποιο απόγευμα η μάνα μου δεν με άφηνε για τιμωρία να πάω, την επόμενη μου έκανε παράπονο:
-Γιατί δεν ήρθες ψες Ρηνούλι μου; σε περίμενα, μάτια μου…
Ξέχασα να σας πω, πως είχε και 3 μεγάλα παιδιά δικά της, που ήταν τότε στην εφηβεία και όλο τραβιότανε μια με τον ένα μια με τον άλλο και έναν άντρα που δούλευε οικοδομή και μόνο πλούσιοι δεν ήταν, μα εγώ πρέφα δεν είχα πάρει. Μαζευόντουσαν εντωμεταξύ και άλλα παιδιά από τη γειτονιά στην αυλή, μα εγώ ήμουν αρχηγός. Είχα μάλιστα και το κρεβάτι μου σπίτι της και τα μεσημέρια όταν νύσταζα κοιμόμουν εκεί δίπλα της όσο εκείνη τύλιγε ντολμαδάκια στα κληματόφυλλα.
Μια φορά μάλιστα που είχα βρει την κόρη της να κοιμάται στο κρεβάτι «μου» είχα πάρει το 100 τηλέφωνο και είχα πει «αστυνομία εκεί; Να έρθετε να συλλάβετε την Κική γιατί κοιμάται στο κρεβάτι μου!». Χρόνια γελούσαν στη γειτονιά με αυτό και με πειράζανε και εγώ θυμάμαι σαν και τώρα που σαν βρεγμένη γάτα της είχα ζητήσει συγγνώμη και εκείνη σκούπιζε τα δάκρυα από τα γέλια και μου έλεγε:
-Δεν πειράζει μάτια μου δίκιο είχες που θύμωσες, έπρεπε να στο χα πει…
Εδώ και πολλά χρόνια δεν την βλέπω πια. Από την εφηβεία μου και μετά σταμάτησα να πηγαίνω.«Θα μεγαλώσεις και εσύ και θα έχεις τα δικά σου και δεν θα έρχεσαι να με βλέπεις», μου έλεγε συχνά και εγώ θύμωνα και ορμούσα πάνω της. «Εγώ; Εγώ ποτέ δεν θα σε ξεχάσω!».
Φυσικά και την ξέχασα. Αραιά και που, σαν περνούσα απέξω της χτυπούσα την πόρτα να της πω ένα γεια και τελευταία φορά της πήγα την κόρη μου μικρή, πριν καμιά δεκαριά χρόνια να τη δει. «Όμορφο είναι μάτια μου, να σου ζήσει, μα σαν εσένα μωρό τέτοιο δεν έχει ξανάγινε» αποφάνθηκε και με κέρασε παγωτό φράουλα.
Εκείνη η γυναίκα δεν πήρε ποτέ χρήματα από τους δικούς μου. Δεν με μάλωσε ποτέ και με έμαθε τι πάει να πει να είσαι χαρούμενος με ότι έχεις, να κάνεις τα λίγα να φαίνονται πολλά, να κάνεις τραπέζι και να μη λείπει τίποτα, να έχεις την πόρτα σου ανοιχτή και την καρδιά σου γεμάτη. Μου έμαθε να κόβω τα ώριμα σύκα από την τεράστια συκιά της αυλής της, να κάνω μπουκέτα από τα αγριολούλουδα που φυτρώνανε στα άδεια ακόμη οικόπεδα στο Χαλάνδρι και να στολίζω με αυτά το τραπέζι για το μεσημεριανό.
Δεν είχε τελειώσει η Μαριώ ούτε δημοτικό, μα ήταν η σπουδαιότερη manager που έχω γνωρίσει. Κάθε χρόνο το σπίτι της μεγάλωνε, τα παιδιά της σπουδάσανε και εκείνη κατάφερνε με ένα μισθό να έχει και αποταμιεύσεις, τις οποίες έδωσε στον μεγάλο της γιο όταν εκείνος έφυγε για Αμερική για να γίνει αργότερα καθηγητής Οικονομικών σε μεγάλο αμερικάνικο πανεπιστήμιο.
Είμαι βέβαιη πως η περιβόητη αυτοπεποίθηση και το θάρρος μου χτιστήκανε εν μέρη σε εκείνη την τσιμεντένια αυλή όταν μου έλεγε με καμάρι:
– Εσύ είσαι και έξυπνη και καλή, και ότι θες να καταφέρεις, το μπορείς. Είσαι και όμορφη πολύ, αλλά να μη σε νοιάζει αυτό…
Σήμερα έμαθα πως πρόσφατα αρρώστησε πολύ και παραλίγο να φύγει. Την πήρα τηλέφωνο μετά από σχεδόν 20 χρόνια – θυμάμαι ακόμη απέξω το νούμερό της – για να την ακούσω.
-Μαριώ μου…
-Ρηνούλι μου, εσύ;
Κρατήθηκα να μην καταλάβει τα αναφιλητά μου και την ταράξω περισσότερο, τώρα που αναρρώνει. Της υποσχέθηκα να πάω να τη δω και θα το κάνω. Να της πω το τελευταίο ευχαριστώ για την τόση αγάπη που μου έδωσε χωρίς αντάλλαγμα κανένα. Για τις τόσες φορές που με παρηγόρησε και με νανούρισε και με τάισε, χωρίς να είμαι παιδί της.
Γιατί έτσι κάνανε τότε. Γιατί εγώ ήμουν τυχερή που τη γνώρισα.