Τον κόσμο τον καταστρέφουν άνθρωποι με κουστούμια και γραβάτες, όχι με τατουάζ
Εν έτη 2019, μετράς πλέον στα δάχτυλα (ίσως ακόμα και του ενός χεριού) τα άτομα που γνωρίζεις και δεν έχουν έστω ένα τατουάζ ή ένα piercing. Φυσικά αυτό δεν είναι κάτι που να προκαλεί εντύπωση. Άλλωστε, οι εποχές αλλάζουν, τα πρότυπα εκσυγχρονίζονται, οι μόδες πάνε κι έρχονται κι αυτά τα στολιδάκια, που μπορούμε να προσθέσουμε στην εξωτερική μας εμφάνιση, είναι όντως πολύ δελεαστικά.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι υπάρχει ακόμα κόσμος που κρίνει τον άλλο απ’ το αν είναι ζωγραφισμένο το σώμα του ή όχι κι απ’ το πόσες τρύπες έχει στο πρόσωπό του.
Ανοίγεις τις αγγελίες, ψάχνεις με μανία μια δουλειά να εκτονώσεις τη δημιουργικότητά σου, να σε φέρει πιο κοντά στους στόχους σου και σαφώς να σου εξασφαλίζει το νοίκι, κι αρχίζεις τα τηλέφωνα για να κλείσεις συνεντεύξεις. Περνάς, φυσικά, στο ντούκου τη διευκρίνηση περί ευπρεπούς εμφάνισης, γιατί μια χαρά σου φαίνεσαι, τι έχεις; Ένα προσεγμένο σύνολο μόνο χρειάζεσαι, κάτι πιο επίσημο απ’ το πρόχειρο σορτσάκι του σπιτιού, κι έφυγες. Δε σε αγχώνει τίποτα, τα ‘χεις εξάλλου όλα τα προσόντα, μέχρι που φτάνεις να τα λες με τον εργοδότη. Ίσως σε κάνει να νιώθεις άβολα η εξεταστική του ματιά πάνω απ’ τα tattoo σου ή τα piercing σου, αλλά, εφόσον μερικά δεν κρύβονται, απλά την υπομένεις.
Κάπου εδώ περνάνε απ’ το μυαλό σου τα λόγια της μάνας σου, που προσπαθούσες με νύχια και με δόντια να αμφισβητήσεις. «Κι άλλο μελάνι, παιδάκι μου; Αύριο-μεθαύριο θα ψάχνεις δουλειά και δε θα σε πάρει κανείς έτσι που ζωγραφίστηκες. Κι αυτόν τον χαλκά να τον βγάλεις απ’ τη μύτη σου!» Ενώ την ώρα που άκουγες το γονικό κήρυγμα όλα αυτά σου φαίνονταν τραβηγμένα, συντηρητικά, παρωχημένα, μέχρι κι αστεία, τώρα τα συναντάς μπροστά σου. Βέβαια, τέτοιου τύπου διακρίσεις, όπως συμβαίνει και μ’ όλα τα στερεότυπα, δεν έχουν καμία απολύτως βάση. Επειδή, δηλαδή, έκανες ένα σχέδιο πάνω στο σώμα σου, αλλάζουν οι δυνατότητές σου; Εννοείται πως όχι!
Είτε με τατουάζ είτε χωρίς, είτε με «χαλκάδες» –όπως λένε– είτε χωρίς καν το διακριτικό σου στρασάκι, που κοσμεί τα χείλη σου, οι ικανότητές σου, οι γνώσεις, τα ταλέντα σου, η όρεξή σου να προσφέρεις παραμένουν ίδια. Δε σε καθιστούν λιγότερο κατάλληλο κι αποτελεσματικό για κάποια θέση. Όσο αυστηρά κριτήρια κι αν επιλέγουν να θέτουν για τους συνεργάτες τους είναι παράλογο να αποκλείουν ανθρώπους εξαιτίας της εμφάνισής τους και να συντηρούν τέτοιες προκαταλήψεις ακόμα και σήμερα.
Η δερματοστιξία ή το τρύπημα για να μπουν κοσμήματα δεν αποτελούν πλέον συνήθειες κι επιλογές των φυλακόβιων, όπως πίστευαν κάποτε οι παππούδες μας. Είναι τέχνη και τάση, και μάλιστα με μαζική αποδοχή, αφού η πλειοψηφία έχει επέμβει στο σώμα της με τις παραπάνω μεθόδους. Είτε υπερβολικό είτε διακριτικό, το καθένα έχει τον χαρακτήρα του κι αν μιλάμε για ένα καλοφτιαγμένο τατουάζ και την αισθητική ομορφιά του.
Κανείς δε σου επιβάλλει να σ’ αρέσει, κανείς δε θα σε πιέσει να το κάνεις κι εσύ, αν δεν είναι του γούστου σου. Ένας άνθρωπος με μια «πειραγμένη» για τα δεδομένα σου εικόνα, κουβαλά συνήθως ένα ελεύθερο μυαλό κι αποδέχεται τον καθένα όπως επιθυμεί να ‘ναι, ξεκινώντας απ’ τον εαυτό του. Εσύ με ποιο δικαίωμα κρίνεις τις επιλογές του, απ’ τη στιγμή κιόλας που δε σε βλάπτουν και δε σε επηρεάζουν πουθενά. Τι απέγινε ο σεβασμός μας;
Δεν είναι εντελώς αυθαίρετο κι άδικο να στερείς μια θέση εργασίας από έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να διαπρέψει στο συγκεκριμένο αντικείμενο απλά και μόνο γιατί δε σου μοιάζει, γιατί σοκάρει τον συντηρητισμό και τη σοβαροφάνειά σου; Γιατί έχετε άλλα γούστα, άλλες απόψεις και σίγουρα άλλο στιλ; Πώς μπορείς να ξέρεις ότι δεν πληροί τα κριτήρια που αναζητάς για τη θέση, αν δεν μπεις καν στον κόπο να δοκιμάσεις τις ικανότητές του;
Ο επιχειρηματίας προσφέρει τη θέση κι αυτός θα αποφασίσει για το προσωπικό του, δεκτό. Είναι, όμως, λογικό να προτιμά κανείς ανθρώπους με λιγότερα προσόντα που δεν αποδίδουν στο 100%, όμως δεν έχουν ούτε μισό σημάδι πάνω τους, από ανθρώπους που μπορούν να ανεβάσουν την παραγωγή στα ύψη με τις δεξιότητες και τη δημιουργικότητά τους, όμως είναι ζωγραφισμένοι; Σκέψου καλά την ερώτηση.
Η απάντηση δε βρίσκεται στο πόσο εμφανή είναι τα σκουλαρίκια και πόσο χώρο πιάνουν τα μελάνια πάνω στο δικό τους δέρμα. Η απάντηση βρίσκεται στην αγωνία εκείνου του νέου και γεμάτου όνειρα κι όρεξη να μεγαλουργήσει ανθρώπου που κάθεται απέναντί σου στη συνέντευξη και προσπαθεί να κρύψει τα σχέδια –που τόσα μπορεί να σημαίνουν για εκείνον– με τα μανίκια ενός «ευπρεπούς πουκαμίσου».