Τον άνθρωπο που θα σε έκανε ευτυχισμένο τον είχες και τον άφησες να φύγει
Μια χαρά· μια χαρά ζωές, μια χαρά σχέσεις, μια χαρά δουλειές, μια χαρά καθημερινότητες. Τα βολέψαμε όλα οι άνθρωποι πίσω από δύο τόσες δα λέξεις. Το «μια χαρά» άλλωστε είναι εύκολο, ήσυχο, πληρώνει λογαριασμούς, δε σε κουράζει, γι’ αυτό και το καλοδεχτήκαμε και το αφήσαμε να μας κουμαντάρει τις ζωές ύπουλα, μέσα στην τόση φαινομενική αθωότητα του.
Όχι πως είναι κακό το «μια χαρά», ίσα-ίσα, είναι ευπρόσδεκτο, ιδίως αν ζητάει ο οργανισμός σου λίγα τετραγωνικά ηρεμίας μέσα στη μέρα ή αν σε κούρασαν οι απαιτήσεις του περίγυρου και θέλεις να κάνεις λίγο zone out. Τι γίνεται όμως όταν μέσα στο τόσο «μια χαρά» η ψυχή σου κλοτσάει σαν απαιτητικό, κακομαθημένο παιδί που ενώ τα έχει όλα θέλει πάντα κάτι παραπάνω; Ξέρεις για ποιες στιγμές μιλάω, για εκείνες που ενώ όλα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά, εσύ νιώθεις μια νοερή θηλιά στο λαιμό έτοιμη να σου στερήσει το οξυγόνο. Λέω για τις ώρες που θεωρείς πως δεν έχεις δικαίωμα να παραπονεθείς επειδή ακριβώς όλα είναι τόσο καλά κι άλλοι δεν έχουν ούτε τα μισά απ’ όσα έχεις εσύ, οπότε θεωρείς ιερή υποχρέωση σου να χαμογελάς και να λες κι ευχαριστώ αναρωτώμενος πού ακριβώς χάνεις την ουσία. Οι εκκρεμότητές σου φταίνε, μην το πολυψάχνεις.
Επειδή καλό το «μια χαρά» μα δε γέμισε τη ζωή κανενός, απλά την έκανε υποφερτή. Φταίει λοιπόν εκείνη η ευκαιρία που δεν άρπαξες κι ακόμα αναρωτιέσαι τι θα γινόταν αν το είχες κάνει, φταίνε τα λόγια που δεν είπες όταν μπορούσες, απλά και μόνο για να μη δημιουργήσεις φασαρία, φταίει κι η καρδιά σου που είναι απαιτητική κι αδυνατεί να μπερδέψει την ποσότητα με την ποιότητα. Φταις κι εσύ· που άφησες να σε πάρει σβάρνα αυτό το «μια χαρά» που κατά βάθος πάντα μισούσες και να γίνεις ένα με τους πολλούς. Να χαμογελάς, να διασκεδάζεις και να ξοδεύεσαι για να αποφεύγεις την ευθύνη που φέρει η τόσο αγαπημένη σου υπερβολή. Εκείνη η υπερβολή που σε έκανε να νιώθεις ζωντανός, ακριβώς στον ίδιο βαθμό που σε κούραζε. Πολύ. Τα συναισθηματικά κενά την κάνουν τη ζημιά, έτσι πάει. Όλα από εκεί ξεκινάνε κι εκεί τελειώνουν. Όχι οι τέλειες σχέσεις, αυτές δεν υπήρξαν ποτέ, μα εκείνες οι ατελείς, με τους αταίριαστους πρωταγωνιστές που μαλώνουν, τα ξαναβρίσκουν, αγαπιούνται, μισιούνται λίγο στο ενδιάμεσο και ξαναγαπιούνται πάλι απ’ την αρχή. Εκείνο το συναίσθημα του ανολοκλήρωτου κι η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως αυτό ακριβώς που αναζητάς για να δώσει ζωή στη ζωή σου, εσύ κάποια στιγμή το είχες στα χέρια σου και το άφησες να φύγει, εγωιστικά θεωρώντας πως μπορείς μια χαρά και χωρίς αυτό. Μέχρι που κατάλαβες πως δεν μπορούσες, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά για να κάνεις κάτι άλλο πέρα απ’ το να παραδεχθείς την ήττα σου, την ήττα αυτή που ενδόμυχα προσδίδεις σε εκείνη την ντροπιαστική δειλία σου που ποτέ δεν παραδέχτηκες. Εσύ φταις, ναι.
Επειδή όταν καίγεται η ψυχούλα σου, πραγματικά κι ουσιαστικά, δεν το αφήνεις γι’ αύριο, δεν αφήνεις τίποτα γι’ αύριο· ούτε τον άνθρωπό σου, ούτε την αγκαλιά του, ούτε λίγες στιγμές ακόμα μαζί του. Γιατί για τον αληθινά εpωτευμένο άνθρωπο το αύριο είναι εχθρός κι όχι σύμμαχος. Επειδή οι εpωτευμένοι έχουν την τάση να φοβούνται και φοβούνται ακριβώς επειδή ξέρουν πως το αύριο σπάνια έρχεται μόνο του κι ακόμα σπανιότερα μοιάζει με το χθες. Μην παραπονιέσαι λοιπόν, δική σου επιλογή ήταν το «μια χαρά», υποστήριξέ τη μέχρι τέλους. Θα σου είναι μεγάλο φορτίο η γνώση πως μπορούσες και καλύτερα, δεν αμφιβάλλω, αλλά μην ανησυχείς, δεν θα το ξέρει κανένας όσο εσύ φροντίζεις να τους πλασάρεις την ησυχία σου για ευτυχία. Ξέρεις, όντως μπορούσες και καλύτερα, αλλά είναι εξίσου αναφαίρετο δικαίωμά σου να θεωρείς πως κάτι δεν άξιζε να μπεις στον κόπο, οπότε μην το πολυσκέφτεσαι. Μείνε με την εκκρεμότητα τώρα κι όσο πάει· θα σου περάσει, μην το κάνεις και τόσο θέμα. Επειδή λένε πως αν το «γιατί» είναι προφανές τότε το «πώς» εύκολα καθίσταται ξεκάθαρο κι εσύ μάλλον δεν είχες λόγο για να βρεις τρόπο να κάνεις εκείνο το «γιατί» σου να δουλέψει.
Όλα καλά λοιπόν, τι το πολυσκέφτεσαι, ασ’ το να πάει στο καλό και συνέχισε τη ζωούλα σου. Χόρτασαν ξέρεις οι άνθρωποι από σχεδόν συναισθήματα, χόρτασαν κι από αν, κι από ίσως, κι από παραλίγο. Αγαπήσαμε τις μοναξιές μας περισσότερο απ’ τους ίδιους μας τους εαυτούς, τι αποτελέσματα περίμενες δηλαδή; Θέλει ζόρι η ουσιαστική ευτυχία, γι’ αυτό και είναι σπάνια, θέλει κυνηγητό η πληρότητα και δυστυχώς είμαστε όλοι αγύμναστοι. Συγγνώμη όμως, δεν ήθελα να σε προβληματίσω, όλα μια χαρά. Άλλωστε γιατί να πονοκεφαλιάσεις τώρα όταν μπορείς να το αφήσεις κι αυτό για αύριο;