Το σπίτι της αγάπης: Οι φύλακες-άγγελοι των εγκαταλελειμμένων μωρών στο Αναρρωτήριο Πεντέλης
Ενα πρωινό στον ξενώνα βρεφών του Αναρρωτηρίου Πεντέλης
Δύο καναπέδες με ένα ξύλινο τραπεζάκι στη μέση. Πάνω του, παιχνίδια και βιβλία. Χαρούμενες ζωγραφιές στους κίτρινους τοίχους, λούτρινα αρκουδάκια, ξύλινα άλογα, λουλούδια στις γλάστρες.
Κι ύστερα, θάλαμοι με παιδικές φωνές, στάλες ζωής που ξέφυγαν από το πουθενά για να καταλήξουν σε «δωμάτια αναμονής».
Πενήντα πέντε παιδιά έως 6 ετών. Τόσα φιλοξενούνται, εδώ, στο Αναρρωτήριο Πεντέλης, άθροισμα μιας αφιλόξενης ενήλικης στιγμής… Τα δεκαπέντε από αυτά δεν ξεπερνούν τους δέκα μήνες ζωής.
Για τη μητέρα του ενός ήταν «ντροπή», η δεύτερη ήταν πόρνη, η τρίτη εξαρτημένη, η τέταρτη βυθισμένη σε ωκεανούς αλκοόλ. Καθένα από αυτά κουβαλά τη δική του σκληρή ιστορία, βαριά για να τη «σηκώσεις», σύντομη για να την αλλάξεις.
Αν είσαι μητέρα, καταλαβαίνεις. Αν δεν είσαι, γίνεσαι έστω και για λίγο.
Τα έχεις ξανασυναντήσει αυτά τα μωρά.
Σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, σε δελτία ειδήσεων, σε κουβέντες με φίλους, σε αναρτήσεις στα social media που σε τυλίγουν με ενοχές, σε στιγμές που χαζεύεις τα δικά σου να ονειρεύονται ήσυχα και ο κρότος της παράλληλης ύπαρξής τους σε γεμίζει δάκρια και τύψεις.
Σκουπίζω βιαστικά τα δικά μου. Κανείς δεν θέλω να με δει έτσι, ιδίως τα μωρά…
Ενα χέρι ακουμπά στον ώμο μου. Μυρίζει λεβάντα, γάλα και μωρό.
Η ματιά μου συναντά τη δική της και μέσα από το βλέμμα της μαλακώνει. Την ξέρω αυτή τη ματιά. Αθώα, γλυκιά, μαμαδίστικη, παντοδύναμη. Μιλάει απαλά, σαν να μιλάει σε μωρό, από συνήθεια ή από «φτιαξιά»: «Καλημέρα. Είμαι η Ιφιγένεια Χαλάτση.
Η προϊσταμένη και συντονίστρια βρεφονηπιοκόμος στον ξενώνα βρεφών. Είμαι μια πολύτεκνη μητέρα.
Εχω ένα παιδί στο σπίτι και πολλά στη δουλειά. Θέλετε να πάμε να δούμε;» Θέλω; Δεν ξέρω να της απαντήσω.
Στα πρώτα βήματα νιώθω να σταματά η καρδιά μου, σαν να με χτύπησε σφαίρα στο στήθος. Πώς να δεις ένα μωρό χωρίς να το αγκαλιάσεις; Χωρίς να το σηκώσεις ψηλά στον αέρα και να το στροβιλίσεις τραγουδιστά;
Χωρίς να του υποσχεθείς ότι το βράδυ θα είσαι εκεί για να το νανουρίσεις και το πρωί δίπλα του, οδηγός και συμπαραστάτρια στο παιχνίδι της ζωής;
Μου απλώνει το χέρι της. Την ακολουθώ.
Περνάμε διαδρόμους, κατεβαίνουμε σκαλοπάτια, στεκόμαστε μπροστά στην πόρτα μιας μεγάλης αίθουσας. Σαπούνι στα χέρια, «προστατευτικά» στις σόλες των παπουτσιών, χαμόγελο στα χείλη, χαμόγελο και στη ματιά.
Η ζωή αυτών των μωρών ξεκίνησε κάτω από λυπητερά βλέμματα. Δεν είναι ανάγκη να τα δουν ξανά. Η πόρτα ανοίγει. Η Ιφιγένεια μπροστά, εγώ πίσω της με βήμα δειλό. Βρίσκομαι σε ένα χώρο πάνω από 300 τ.μ. χωρισμένο σε τέσσερις θαλάμους.
Η πρώτη εικόνα, μία πεντακάθαρη κουζίνα γεμάτη πιπίλες, μπιμπερό, αποστειρωτές, μία επιγραφή στον τοίχο με τη φράση «Σ’ αυτό το σπίτι αγαπάμε», μαγνητάκια στο ψυγείο που συνθέτουν τα ονόματα των μωρών και την αίσθηση της αγάπης. Το βήμα μου ξεθαρρεύει, μαζί του και η βεβαιότητα πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι.
Ο παιδίατρος του θαλάμου μου σφίγγει δυνατά το χέρι, κι άξαφνα, σχεδόν μαγικά, ξεσφίγγεται η καρδιά μου. Σε κάθε γωνιά, κι από ένα μωρό. Γύρω τους παιχνίδια, στράτες και ζωγραφιές με σπιτάκια και μεγάλες γέφυρες-περάσματα σε μία καλύτερη ζωή.
Ολα καθαρά, όλα τακτοποιημένα, τα πάντα εικόνες που αρμόζουν στο σύμπαν ενός μωρού.
Κοιτάζω την Ιφιγένεια. Μιλάει ακατάπαυστα, γελάει σαν μικρό παιδί, κάνει χαρούμενα νεύματα στα μωρά που την κοιτάζουν μ’ ορθάνοιχτα μάτια: «Αυτή είναι η Κατερίνα μου. Η “κόρη” μου.
Εδώ είμαστε με βάρδιες δώδεκα βρεφονηπιοκόμοι και η καθεμία από εμάς έχει επιλέξει ένα με δύο μωρά ώστε το καθένα να έχει τη “μαμά” του, ένα πρόσωπο αναφοράς που να το αναγνωρίζει και να το εμπιστεύεται.
Φυσικά και ξέρουν ποια από εμάς είναι η “μαμά”. Στη “μαμά” χαμογελάνε περισσότερο, γκρινιάζουν περισσότερο, απαιτούν περισσότερα.
Τους έχουμε δώσει ονόματα, τους κάνουμε δώρα, τους αγοράζουμε ρούχα, τα πηγαίνουμε βόλτα, τα χορεύουμε με μουσική, τους λέμε τραγούδια και παραμύθια και όλες μας προσπαθούμε να ισορροπήσουμε μέσα μας τη στιγμή του αποχωρισμού με την ελπίδα ότι θα βρεθεί γρήγορα μια καλή οικογένεια για καθένα από αυτά.
Πριν από λίγες μέρες έφυγε ένα μωρό για υιοθεσία, ένα δεύτερο για αναδοχή και αύριο περιμένουμε άλλα δύο. Μακάρι όλα τους να έχουν καλή τύχη από εδώ και στο εξής…»
Η προσοχή μου αποσπάται από έναν κούκλο. Εναν ζωντανό κούκλο με γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά, θα ’ναι δεν θα ’ναι δέκα μηνών.
Θέλει αγκαλιά χωρίς να γκρινιάζει με τα χεράκια του προτεταμένα προς την πλευρά μου. Του μιλάω, μου χαμογελάει, του τραγουδάω, γελάει δυνατά.
Σκέφτομαι πως ακόμη και λίγα λεπτά προσοχής αρκούν για να κάνουν ένα μωρό ευτυχισμένο και έναν άνθρωπο καλύτερο, πως όσο δύσκολα κι αν περνάμε σ’ αυτή τη χώρα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την “πρώτη” μοίρα αυτών των παιδιών, πως είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε γλυκαίνοντας τη δική μας.
Σκέφτομαι και ταξιδεύω.
Στις πρώτες στιγμές αυτών και δεκάδων άλλων μωρών που εγκαταλείφθηκαν σε κάποιο δημόσιο μαιευτήριο της χώρας και στα πρόσωπα που νοιάστηκαν για την τύχη τους σαν αληθινοί γονείς.
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ-ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΩΝ ΜΩΡΩΝ
Ενα από αυτά τα πρόσωπα είναι η Μυρτώ Ξανθοπούλου, διαχειρίστρια δωρεών στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος με το έργο της απέναντι σ’ αυτά τα μωρά να ξεκινάει πριν από ένα χρόνο και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2016: «Ολοι γνωρίζαμε ότι στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας υπήρχαν εγκαταλελειμμένα μωρά, κανείς ωστόσο δεν μπορούσε να διανοηθεί την τραγικότητα της κατάστασής τους.
Το πρώτο μου βήμα ήταν να πάω να τα επισκεφθώ στο “Αλεξάνδρα” κι αυτό που μπορώ να πω σήμερα είναι ότι εκείνη η εικόνα αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω δει στη ζωή μου: νεογέννητα και λίγο μεγαλύτερα μωράκια σε “πυρέξ”, μέσα σ’ ένα θάλαμο όπου υπήρχαν και μεγαλύτερα άρρωστα παιδιά.
Οταν απευθύνθηκα στην κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου, πήρα την απάντηση ότι δεν υπάρχει προσωπικό να φροντίσει αυτά τα μωρά αλλά ούτε και διαθεσιμότητα θέσεων σε κάποιο ίδρυμα ώστε να φύγουν από εκεί.
Οτι δεν υπήρχε λύση και ότι κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σιγουριά το διάστημα που θα παρέμεναν σ’ αυτό τον ακατάλληλο χώρο. Το μετά εκείνης της ημέρας είναι κάτι που επίσης δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Επέστρεψα στο γραφείο και έκλαιγα ασταμάτητα. Εκείνη τη στιγμή είπα ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Οτι μπορεί να μας πάρει χρόνια αλλά αυτά τα μωρά, κι όσα έχουν την ίδια τύχη, πρέπει να βοηθηθούν».
Λίγες ημέρες αργότερα, η Μυρτώ τηλεφωνεί στον γενικό διευθυντή των Παιδικών Χωριών SOS, Γιώργο Πρωτόπαππα, και αποφασίζουν από κοινού να προσπαθήσουν να αλλάξουν τη μοίρα αυτών των παιδιών.
Οι δυσκολίες αμέτρητες. Γραφειοκρατία, ψευδαισθήσεις, αγκυλώσεις, καχυποψία, έλλειψη εμπιστοσύνης κι ένα πεπαλαιωμένο νομοθετικό πλαίσιο αποτελούν τους κύριους αντιπάλους τους στον αγώνα τους για τη σωτηρία αυτών των παιδιών.
Εάν δεν βρισκόταν κάποιο είδος σύμπραξης με το Δημόσιο, τα μωρά αυτά δεν θα μπορούσαν ποτέ να βγούνε από τα νοσοκομεία και να πάνε σε κάποιον ιδιωτικό φορέα όπως στα παιδικά χωριά SOS, ακόμη κι αν τα τελευταία είχαν την πολύτιμη οικονομική στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το οποίο είχε εγκρίνει το ποσό των 850.000 ευρώ για το σκοπό αυτό: «Ευτυχώς σ’ αυτή την ιστορία ήμασταν πολύ τυχεροί διότι απέναντί μας είχαμε τη Σοφία Κωνσταντέλλια, πρόεδρο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής (ΚΚΠΠΑ), η οποία κατανόησε το πρόβλημα και δέχτηκε να συνεργαστούμε.
Αν δεν υπήρχε εκείνη δεν θα γινόταν τίποτα», λέει ο κ. Πρωτόπαππας και συνεχίζει: «Το “μνημόνιο” συνεργασίας ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό φορέα -τα μωρά σήμερα φεύγουν από το νοσοκομείο και πηγαίνουν σε μία δομή, όπως ο ξενώνας του αναρρωτηρίου Πεντέλης, που συγκροτείται και χρηματοδοτείται από ιδιωτικούς φορείς- αποτελεί ένα τεράστιο άλμα για τα ελληνικά δεδομένα και την τύχη αυτών των μωρών».
Μία τύχη που το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τα Παιδικά Χωριά SOS θέλουν να έχει τα πάντα εκτός από ημερομηνία λήξεως.
Οπως επισημαίνει η Μυρτώ, «το θέμα μας δεν ήταν μόνο η απομάκρυνση των μωρών αυτών από τα νοσοκομεία και η φιλοξενία τους σε ένα ευχάριστο περιβάλλον όπως ο ξενώνας βρεφών του Αναρρωτηρίου Πεντέλης, αλλά και το στήσιμο ενός δικτύου προκειμένου τα παιδιά αυτά να μπορέσουν να καταλήξουν σε οικογένειες μέσω του θεσμού της αναδοχής η οποία μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει και σε υιοθεσία.
Σκοπός μας είναι αυτά τα παιδιά να μη μένουν πάνω από έξι με εννέα μήνες κοντά μας διότι δεν πρέπει να μείνουν.
Αυτό που πρέπει είναι να βρουν μία οικογένεια έτοιμη να τα υποδεχθεί και να τα αγαπήσει.
Σήμερα εκπαιδεύουμε ήδη οικογένειες επάνω στο θεσμό της αναδοχής και είμαστε αισιόδοξοι ότι όσοι έχουν την ανάγκη ενός παιδιού, θα τον αγκαλιάσουν θερμά.
Και κάτι ακόμα: δεν είναι μόνο τα μωρά που ψάχνουν για μία οικογένεια. Υπάρχουν παιδιά 3-4 ετών παρατημένα στο Παίδων και σε διάφορες παιδοπόλεις που μπορούμε να τα σώσουμε. Θέλουμε να δείξουμε στην ελληνική κοινωνία ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι να υιοθετήσεις ένα ψηλό, ξανθό, γαλανομάτικο, τριών μηνών μωρό, αλλά μέσα από την αναδοχή να σώσεις μια ζωή».
«ΜΑΜΑ ΜΟΥ, ΤΩΡΑ ΠΙΑ Ο ΠΥΡΓΟΣ ΜΑΣ ΧΤΙΣΤΗΚΕ…»
Μια τέτοια ζωή ανέλαβε να μεγαλώσει η Αποστολία Χριστακάκη, η οποία μετά από πέντε αποτυχημένες εξωσωματικές αποφάσισε να έχει για παιδί της την 7χρονη σήμερα Φανή: «Στην αρχή είχα στο μυαλό μου την περίπτωση της υιοθεσίας κι έτσι υποβάλαμε με τον σύζυγό μου τον Σεπτέμβριο του 2015 μια αίτηση υιοθεσίας στο Κέντρο Βρεφών “Μητέρα”.
Οι υπεύθυνοι μας είπαν ότι η δυσκολία θα είναι τεράστια λόγω της μεγάλης ζήτησης και του μικρού αριθμού παιδιών που τελικά φτάνουν να δοθούν για υιοθεσία», λέει η Αποστολία και συνεχίζει:
«Εντελώς συμπτωματικά, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γνώρισα μία κοινωνική λειτουργό από τον ξενώνα των Παιδικών Χωριών SOS και αποφάσισα να δω και την περίπτωση της αναδοχής.
Αφού περάσαμε με τον σύζυγό μου από δύο συνεντεύξεις και παρακολουθήσαμε ένα τετράμηνο σεμινάριο με βιωματικές ασκήσεις στο χώρο της Βάρης, μας ενημέρωσαν ότι υπήρχε ένα κοριτσάκι 6 ετών που αναζητούσε οικογένεια.
Η κόρη μας, η Φανή».
Τον Μάιο του 2016 η Αποστολία και ο σύζυγός της ο Σπύρος υποδέχονται στο σπίτι τους την 6χρονη τότε Φανή, ένα παιδί που στη βιολογική του οικογένεια είχε γνωρίσει μόνο την άσχημη πλευρά της ζωής.
Το παιδί, μέχρι τα 4 χρόνια του, οπότε και οδηγήθηκε με εισαγγελική εντολή στον ξενώνα κακοποιημένων παιδιών των Παιδικών Χωριών SOS, ζούσε σε άθλιες συνθήκες που κανείς ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει.
Στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν εύκολα.
Το παιδί είχε παράπονο για τη βιολογική του μητέρα και διακατεχόταν από έντονη ανησυχία για το εάν η φράση της Αποστολίας «πετραδάκι-πετραδάκι θα χτίσουμε την οικογένειά μας» θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα: «Το πρώτο διάστημα ήταν μαζεμένη, διστακτική. Μας αποκαλούσε “κύριο Σπύρο” και “κυρία Αποστολία”, ύστερα έφυγε το “κύριος” και το “κυρία” και στο τέλος, σχεδόν μετά από τέσσερις μήνες μας αποκάλεσε “μαμά” και “μπαμπά”», λέει η Αποστολία.
«Δεν μπορώ να σας περιγράψω τα συναισθήματά μας. Χαρά, αισιοδοξία, δύναμη, ζωή… Σήμερα, κάθε μέρα ζωγραφίζει ευτυχισμένες οικογένειες τις οποίες υπογράφει με το όνομά της και με τη φράση “μαμά, μπαμπά, σας αγαπώ πολύ”.
»Μετά από ένα χρόνο έχουμε βρει τους ρυθμούς μας, είμαστε οικογένεια, είμαστε ευτυχισμένοι.
Με τη μητέρα της έχει τηλεφωνική επικοινωνία κάθε δύο μήνες και περίπου δύο φορές το χρόνο μπορεί να τη βλέπει πάντα υπό την επίβλεψη ανθρώπων των Χωριών SOS.
Οι ιθύνοντες με έχουν διαβεβαιώσει ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη, ότι η Φανή δεν θα γυρίσει στην οικογένειά της. Οχι. Δεν φοβάμαι μη μου την πάρουνε, δεν θέλω και δεν πρέπει να φοβάμαι τόσο για μένα όσο και για τη Φανή.
Σήμερα είμαστε ακόμη σε καθεστώς αναδοχής καθώς ο νόμος δεν μας δίνει το δικαίωμα να προχωρήσουμε σε υιοθεσία πριν από την πάροδο δύο ετών. Ελπίζω να μη σκοντάψουμε κάπου. Ελπίζω όλα να πάνε καλά.
Ποια είναι η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ; Η μέρα που μας αποδέχτηκε σαν γονείς της. Καθόμασταν αγκαλιασμένοι στον καναπέ και χαζεύαμε κάποια ταινία στην τηλεόραση όταν η Φανούλα γύρισε και μας είπε:
“Μαμά, μπαμπά, τώρα πια ο πύργος μας χτίστηκε…”»