Το «σε σκέφτομαι» θέλει κότσια για να ειπωθεί
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα να κατακτήσεις; Κάποιοι θα πουν δύναμη, εξουσία. Άλλοι θα πουν τελειότητα ή την ευτυχία. Εγώ θα πω ότι το πιο δύσκολο πράγμα είναι να κατακτήσεις το μυαλό ενός ανθρώπου. Τη σκέψη του. Να κυριαρχήσεις στο κεφάλι του με τέτοιο τρόπο που θα εκτοπίσεις όλα τα υπόλοιπα. Να νομίζει ότι ώρες-ώρες θα εκραγεί απ’ την εικόνα σου στο μυαλό του που δεν τον αφήνει σε ησυχία και το καλύτερο όλων είναι ότι θα του αρέσει.
Το μυαλό σου επεξεργάζεται εκατοντάδες πληροφορίες κάθε μέρα. Η σκέψη σου μπορεί να πάει σε κλάσματα δευτερολέπτου από το αφεντικό σου που σου την είπε σήμερα, στο τι θα φας το μεσημέρι κι από εκεί, στο πού σkατά θα κλείσεις διακοπές αφού πάλι τ’ άφησες τελευταία στιγμή. Εκατοντάδες πράγματα σε απασχολούν και για κάθε ένα από αυτά κάνεις τουλάχιστον μια σκέψη, συνεπώς το μυαλό σου δουλεύει καθημερινά σε τρελούς ρυθμούς. Μέχρι τη στιγμή που κολλάει σ’ ένα βλέμμα. Σ’ ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, δυο υπονοούμενα. Κολλάει σε μορφασμούς ενός συγκεκριμένου προσώπου, σε κουβέντες που βρίσκεις πολύ ενδιαφέρουσες, στην πολλά υποσχόμενη αυριανή βραδιά που έχετε ραντεβού. Τώρα δουλεύουν όλα τα υπόλοιπα στο backround και ακούγονται σαν βουή πίσω από μια πολύ συγκεκριμένη φωνή. Γι’ αυτό και το «σε σκέφτομαι» θέλει κότσια να το πεις.
Παραδέχεσαι πρώτα στον εαυτό σου κι έπειτα σε κάποιον άλλο ότι μια ύπαρξη έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στη σκέψη σου. Ότι αυτό το μυαλό για το οποίο είσαι πολύ περήφανος, αυτό το μυαλό για το οποίο καυχιέσαι και θεωρείς ένα από τα μεγαλύτερα -αν όχι το μεγαλύτερο- προτέρημα σου, έχει υποδουλωθεί. Έχει ρίξει ρυθμούς εξαιτίας κάποιου άλλου, δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς να συμπεριλαμβάνει αυτόν τον άλλο, είναι εξαρτημένο, σχεδόν αβοήθητο, μπροστά στη συνεχή παρουσία του. Δυο λέξεις κι έχεις σκοτώσει τον εγωισμό σου μπροστά στα μάτια του συγκεκριμένου ανθρώπου. Παραδίδεις όπλα, παραχωρείς το κλειδί για το τελευταίο κάστρο σου στο χέρι του άλλου, βγάζεις και την πανοπλία και μένεις τσιτσίδι στο έλεος του. Σχεδόν του δείχνεις πού να χτυπήσει, με την ελπίδα ότι ενώ μπορεί, δε θα το κάνει. Κι ενώ αυτό μπορεί να είναι εξαιρετικά τρομακτική διαδικασία, ταυτόχρονα είναι και η πιο αισιόδοξη σκέψη του κόσμου όλου. Εκφράζεις ανοιχτά ότι του έχεις αδυναμία, ότι κατάφερε να κερδίσει την προσοχή σου και τη σκέψη σου και τον ενημερώνεις εμμέσως ότι αφού κατέχει τη σκέψη σου, έχει ελεύθερη πρόσβαση και σε ό,τι άλλο σε αφορά. Ουσιαστικά του δηλώνεις ότι για σένα διαφέρει.
Ότι είναι ξεχωριστός, ότι αφού κατέκτησε στο μυαλό σου, πολύ θα το ‘θελες να κατακτήσει το κορμί σου, μαζί με ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς σου. Και παρά το γεγονός ότι τόση ώρα γράφω γενικά και αόριστα, παρά το γεγονός ότι προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δε βρίσκεται πια στην κατάσταση που περιγράφεται, για κάποιο λόγο έχει κολλήσει στον εγκέφαλό μου μια πολύ συγκεκριμένη μορφή. Μια μορφή που έχω σκεφτεί πολλές φορές κρυφά, σχεδόν ενοχικά. Μια μορφή που δεν άκουσε ποτέ από εμένα κάτι συναισθηματικό, όσες φορές κι αν το πρόβαρα στον καθρέφτη του σπιτιού μου. Μπορεί να μην κατάφερα ποτέ να το πω φωναχτά, κοιτώντας αυτά τα δυο μάτια, μπορεί να δείλιασα πάλι τελευταία στιγμή και να το μετάνιωσα την ίδια ώρα που γύρισα πλάτη. Τουλάχιστον όμως μπορώ να το καταθέσω γραπτά και να ελπίζω ότι θα διαβαστεί απ’ αυτά τα μάτια. Σε σκέφτομαι. Κι αυτό είναι το πιο κοντινό σε εpωτική εξομολόγηση που θα λάβεις από μένα.