Τι έγινε όταν ζήτησα από Έλληνες καπνιστές να σβήσουν το τσιγάρο τους σε κλειστούς χώρους
«Μήπως θα μπορούσατε να πείτε στον κύριο να σβήσει το τσιγάρο του, επειδή με ενοχλεί;», είπα στον μπάρμαν, την ώρα που μου σέρβιρε ένα ποτήρι ρούμι. Με κοίταξε περίεργα, σαν να μου έλεγε, «Τώρα εσύ, τι καπνό φουμάρεις;». «Θέλετε στα αλήθεια να πάω να του πω να σβήσει το τσιγάρο;», με ρωτάει.
«Ναι, αφού έτσι λέει ο νόμος, νομίζω», απαντάω. «Πολλά λέει ο νόμος, αλλά δεν τα κάνουμε», απαντάει λίγο ενοχλημένος. Πηγαίνει κοντά στον καπνίζοντα κύριο και πλησιάζει αρκετά, για να του πει χαμηλόφωνα κάτι σε στιλ, «αυτός ο κόπανος μου ζήτησε να σβήσετε το τσιγάρο, εγώ δεν έχω πρόβλημα που καπνίζετε, αλλά ο νόμος είναι με τον κόπανο».
Αφού άκουσε τον μπάρμαν, ο εν λόγω κύριος γυρίζει προς το μέρος μου και λέει: «Αν σας ενοχλεί ο καπνός, μπορώ να πάω λίγο παραπέρα, αλλά το τσιγάρο δεν το σβήνω. Δεν βγήκα για να τη βγάλω άκαπνος». Αποδέχθηκα τη λύση, καθώς αισθάνθηκα ότι αν συνέχιζα να διαμαρτύρομαι, δεν το γλίτωνα το ξύλο.
Σύμφωνα με έρευνα του VICE η παραπάνω σκηνή αποτελεί την κατάληξη του αντικαπνιστικού νόμου, του πιο γράφουμε-στα-παλιά-μας-τα-παπούτσια ανεφάρμοστου νόμου στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Η ειρωνεία είναι ότι ο πρώτος αντικαπνιστικός νόμος ψηφίστηκε στην Ελλάδα του Όθωνα, το 1856.
Το βασιλικό διάταγμα του Βαυαρού απαγόρευε το «καπνίζειν δια τσιμπουκίων και σιγάρων» σε δημόσια γραφεία και καταστήματα. Σήμερα, ο νόμος 3730/2008 απαγορεύει το κάπνισμα σε όλους τους χώρους εργασίας, τα μέσα μεταφοράς και σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους.
Παρά τη γενική απαγόρευση, το κάπνισμα στους κλειστούς δημόσιους χώρους ζει και βασιλεύει. Αφού το κράτος δεν κάνει ελέγχους και έχει επιτρέψει την ανομία, αποφασίσαμε να πάμε σε διάφορους δημόσιους χώρους και να ζητήσουμε από καπνιστές να σβήσουν το τσιγάρο τους. Σας παραθέτουμε τις αντιδράσεις τους:
Γήπεδο μπάσκετ, ένα απόγευμα καθημερινής– Μήπως θα μπορούσατε να σβήσετε το τσιγάρο σας, επειδή με ενοχλεί ο καπνός;– 15.000 άτομα εδώ μέσα και οι μισοί καπνίζουν. Το δικό μου τσιγάρο σε πείραξε;– Δεν έχει σημασία τι κάνουν οι άλλοι. Σημασία έχει τι λέει ο νόμος και ο νόμος λέει ότι δεν πρέπει να καπνίζετε εδώ μέσα.– Χέστηκα για τον νόμο. Αν σε ενοχλεί το τσιγάρο, τράβα δύο θέσεις παραπέρα και άσε με να δω το παιχνίδι.
Μπαρ, ένα σαββατόβραδο– Με συγχωρείτε, μήπως θα μπορούσατε να σβήσετε το τσιγάρο σας; Με ενοχλεί ο καπνός.– Ορίστε; (σ.σ. ύφος ήδη ενοχλημένο)– Λέω, δεν καπνίζω και με ενοχλεί ο καπνός, στα μπαρ απαγορεύεται να καπνίζετε.– Και τι να κάνω; Όλοι εδώ μέσα καπνίζουν.– Να δώσετε το καλό παράδειγμα και να το σβήσετε ή να πάτε έξω να καπνίσετε, έχει και έξω τραπεζάκια.– Ρε φίλε, έξω έχει τρεις βαθμούς, θα ψοφήσω στο κρύο, για να μην ενοχλείσαι εσύ; Βαλτός είσαι;
Καφετέρια, Κυριακή πρωί– Με συγχωρείτε, μήπως θα μπορούσατε να σβήσετε το τσιγάρο σας; Δεν επιτρέπεται να καπνίζετε σε κλειστό χώρο.– Σε μένα μιλάς; (σ.σ. κατευθείαν παρεξηγημένος ενικός)– Σε εσάς μιλάω, εσείς καπνίζετε.– Κοίτα φιλαράκο, μη μου τη χαλάς και άσε με να διαβάσω την εφημερίδα μου. Όλα μας τα έκοψαν, δεν θα μας κόψουν και το κάπνισμα τώρα.– Ο νόμος σας απαγορεύει να καπνίζετε στην καφετέρια.– Δεν με ενδιαφέρει – και το μνημόνιο νόμος είναι, αλλά το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια. Καλά ρε, πώς έχουν κάνει έτσι τη νέα γενιά; Υποταγμένοι σε όλα είστε;
Ως αναπόσπαστο μέλος της υποταγμένης νέας γενιάς, συνέχισα τη βόλτα μου σε διάφορα καφέ ή μπαρ της Αθήνας, ζητώντας από τους πελάτες να σταματήσουν να καπνίζουν. Όταν δεν το έκαναν, ζήτησα από τους υπεύθυνους του μαγαζιού να εφαρμόσουν τον νόμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους περίπου δέκα πελάτες που ρωτήσαμε, μόλις ένας έσβησε το τσιγάρο και ζήτησε συγγνώμη.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, κυριάρχησαν τα νταϊλίκια τύπου «ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω;». Μάλιστα, τα μαγαζιά έδειχναν να υποστηρίζουν τους καπνιστές, όταν τους λέγαμε ότι μας ενοχλεί ο καπνός. Συχνά η άρνηση ήταν ευγενική και ακολουθούνταν από μία δικαιολογία του τύπου «είναι πολύ μακριά από εσάς για να σας ενοχλεί», «δυστυχώς κανείς δεν εφαρμόζει τον νόμο, θα χάσουμε την πελατεία μας» και «είναι λίγο αγενές να τους ζητήσουμε να σταματήσουν να καπνίζουν, αφού τους δώσαμε μέχρι και ποτηράκι για τασάκι».
Μερικοί από τους υπεύθυνους των μαγαζιών έδειχναν να εκνευρίζονται με την παρατήρησή μας, ειδικά όταν οι καπνίζοντες ήταν πλειοψηφία και άρα η «ιερή συμμαχία» δεν επρόκειτο να σπάσει εύκολα. Μάλιστα, ένας μας ζήτησε να αποχωρήσουμε χωρίς να πληρώσουμε, για να λήξει εκεί το θέμα και να είμαστε όλοι ικανοποιημένοι.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η χώρα μας έχει τον μεγαλύτερο αριθμό καπνιστών ανάμεσα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, το 38% των Ελλήνων δηλώνει καπνιστής, ποσοστό υψηλότερο από το αντίστοιχο 35% της Βουλγαρίας, το 33% της Κροατίας και το 11% της Σουηδίας, που είναι και το χαμηλότερο στην Ένωση.
Φυσικά, μία ελληνική ιστορία πρέπει να έχει και αρκετή αντίφαση. Έτσι, ενώ η πλειοψηφία των καπνιστών δεν δίνει δεκάρα για την απαγόρευση του καπνίσματος στους κλειστούς χώρους, έρευνα δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Κάπα Research, το 73,9% των πολιτών νιώθει θυμό που πολλοί καπνιστές συνεχίζουν να καπνίζουν σε κλειστούς χώρους, ενώ το 78% των Ελλήνων βλέπει τη μη εφαρμογή του νόμου ως δείγμα πολιτιστικής υποβάθμισης της χώρας. Κλασική ελληνική στάση απέναντι στο νόμο: θέλω να εφαρμόζεται, αλλά δεν θέλω να τον εφαρμόζω εγώ, όταν πίνω τα ποτά μου έξω και θέλω να καπνίσω.
«Εδώ είναι Βαλκάνια»
Η απαίτηση κάποιων τρελών να αδειάσουν οι δημόσιοι χώροι από τα ντουμάνια δεν αποτελεί κάποιο αντικαπνιστικό φετίχ των μη καπνιστών, αλλά έχει να κάνει με την εξίσωση, «λιγότερος καπνός=λιγότερος καρκίνος=λιγότερος θάνατος». Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), το ενεργητικό και το παθητικό κάπνισμα είναι υπεύθυνο για το 16% των θανάτων στην Ευρώπη, την ήπειρο όπου σημειώνονται τα υψηλότερα ποσοστά καπνιστών (28%, έναντι 20% της αμερικανικής ηπείρου και 15% της Αφρικής). Οι περισσότεροι από αυτούς τους θανάτους είναι πρόωροι – και πώς να μην είναι, αφού το τσιγάρο περιέχει 4.000 χημικές ουσίες, από τις οποίες τουλάχιστον 250 είναι επιβλαβείς για την υγεία και πάνω από 50 είναι καρκινογόνες. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι πρόωροι θάνατοι στερούν από τους καπνίζοντες κατά μέσο όρο 14 χρόνια ζωής.
Βασικό παράγοντα στην αντιμετώπιση του καπνίσματος αποτελεί η πρόληψη, τόσο κατά την έναρξη του καπνίσματος όσο και στη διάγνωση του καρκίνου των πνευμόνων, για την οποία το κάπνισμα θεωρείται βασική αιτία. Συγκεκριμένα, τέσσερις στους δέκα Ευρωπαίους ηλικίας 15-24 ετών είναι καπνιστής, ενώ το 94% των καπνιστών ξεκινά το κάπνισμα πριν από τα 25. Πρόκειται για ηλικίες όπου η καλύτερη ενημέρωση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειωμένα ποσοστά καπνιστών.
Όσον αφορά τη σημασία της πρόληψης, «υπολογίζεται ότι 3,7 εκατ. ζωές θα μπορούσαν να σωθούν κάθε χρόνο, αν εφαρμόζονταν οι σωστές στρατηγικές πρόληψης. Για κάθε ένα δολάριο που επενδύεται στην πρόληψη, εξοικονομείται το δεκαπλάσιο σε έξοδα θεραπείας. Σε μία εποχή τόσο επώδυνα δύσκολη για το κράτος μας, η πρόληψη πρέπει να πάψει να αποτελεί το παραπαίδι των υπηρεσιών Υγείας και να αποτελέσει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων μας. Παράλληλα, πολύ αποτελεσματικότερη από οποιοδήποτε καινοτόμο φάρμακο στο άμεσο μέλλον είναι η εφαρμογή πληθυσμιακών προγραμμάτων έγκαιρης διάγνωσης σε συγκεκριμένες μορφές καρκίνου», είπε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, Ευάγγελος Φιλόπουλος, σε συνέντευξη τύπου που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος σε συνεργασία με την Αντικαρκινική Εταιρεία.
Παρά τη σημασία της πρόληψης, οι δημόσιοι χώροι παραμένουν τεκέδες. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από το 65% των Ελλήνων αντιλήφθηκε να καπνίζουν γύρω του σε κλειστούς χώρους εστίασης και διασκέδασης. Μάλιστα, οι δύο στους τρεις που απάντησαν αρνητικά το έκαναν, επειδή δεν επισκέφθηκαν κάποιο τέτοιο χώρο και όχι επειδή εφαρμόστηκε ο αντικαπνιστικός νόμος. Με άλλα λόγια, μόλις ένας στους δέκα Έλληνες μπήκε σε χώρο χωρίς καπνό.
Ίσως τελικά ένας από τους κυρίους που του ζητήσαμε να σβήσει το τσιγάρο του να είχε δίκιο, όταν μας είπε: «Φίλε, άσε τις ευρωπαϊκές βλακείες, εδώ είναι Ελλάδα, εδώ είναι Βαλκάνια».