Θέλω να γεράσουμε στο ίδιο μαξιλάρι.
Της Στεύης Τσούτση.
Γκρινιάζεις πως σε στριμώχνω στον ύπνο. Γκρινιάζεις την ίδια ακριβώς στιγμή που μου κάνεις χώρο να στριμωχτώ στην αγκαλιά σου. Κι εγώ χώνομαι εκεί. Στη γνώριμη μυρωδιά, στη ζεστασιά σου. Κι όταν πιάνεσαι και θες πια να κοιμηθούμε, γυρνάς πλάτη τραβώντας με πάνω σου. Τραβώντας με να μοιραστούμε το ίδιο μαξιλάρι. Είναι αυτό το μαξιλάρι που θέλω να μας κοιτά να κοιμόμαστε. Μαζί. Πάντα μαζί. Είναι αυτό το μαξιλάρι, το ένα, που θέλω να ακούω τα όνειρα και τα σχέδιά μας. Τους καυγάδες και τα φιλιώματά μας. Τις καλημέρες και τις καληνύχτες μας. Τους αναστεναγμούς μας. Με κοιτάς και γελάς. Και γω τραβιέμαι λίγο πιο πίσω από το τόσο που έχω κολλήσει πάνω σου κι αναρωτιέμαι γιατί γελάς.Δε γελώ λες. Χαμογελώ. Κι αυτό το γέλιο είναι το συνώνυμο της δικής μου ευτυχίας. Μαζί σου. Πάντα μαζί σου. Νάξερες πόσα από τα βράδια μας δεν ήθελα να κοιμηθώ.
Προσπαθούσα με το ζόρι να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά για να σε βλέπω να κοιμάσαι. Να μετρώ τις ανάσες σου, να απομνημονεύω τη μορφή σου. Πόσο ακόμη θα μου πεις; Ξέρω και το παραμικρό της σημαδάκι. Το ξέρω και το αγαπώ κι αυτό όπως κι εσένα. Γυρνάς πλευρό και με κοιτάς. Βλέπεις το γέλιο μου κι όμως δεν αναρωτιέσαι. Ξέρεις. Βλέπεις βαθιά μέσα μου όπως έκανες από την πρώτη στιγμή.Το άλλο σου ολόκληρο. Και το δικό μου άλλο ολόκληρο. Που ταίριαξαν έτσι όπως μόνο το σύμπαν ξέρει να ταιριάζει. Κι από τότε μοιράζονται το ίδιο μαξιλάρι. Αν με ρωτήσεις τι θέλω από τη ζωή πια, αυτό θα σου πω. Τώρα πια που μιλάμε για το δικό μας σπίτι κι όχι το δικό σου και δικό μου. Τώρα που ορίζουμε την κοινή μας πορεία. Αυτό θέλω. Το ίδιο μαξιλάρι. Το δικό μας μαξιλάρι. Στο δικό μας βασίλειο.Να γερνάμε στο ίδιο μαξιλάρι. Να μεγαλώνουμε μαζί. Και να αγαπιόμαστε. Κάθε μέρα και περισσότερο. Και να δενόμαστε. Να φροντιζόμαστε. Να νοιαζόμαστε. Να ζούμε. Αυτό θέλω. Και δε με νοιάζει αν θα’ναι σατέν ή φτωχικά βαμβακερή η μαξιλαροθήκη. Δε με νοιάζει αν θάναι μαλακό ή σκληρό το μαξιλάρι. Με νοιάζει νάναι μόνο ένα.Ένα… όπως ακριβώς κι εμείς.