Ένα θαύμα να ζητάς, που να γράφει το όνομά σου.
Της Στεύης Τσούτση.
Μόνη. Αυτό ένιωθε βαθιά μέσα της. Κι ακόμη χειρότερα, αυτό ήταν. Δεν το επέλεξε. Δεν ήταν δικό της σχέδιο όλο αυτό. Αλλιώς τη φανταζόταν τη ζωή της. Με ένα μεγάλο, ζεστό σπιτικό, με παιδιά να τρέχουν και να κάνουν τα πάντα άνω κάτω. Και μια ζεστή αγκαλιά να την περιμένει κάθε βράδυ στο κρεβάτι. Τώρα μόνο παγωνιά.Ένα σπίτι γεμάτο έπιπλα κι αδειανό από ανάσες, από φωνές, από ζωές. Από ζωή. Τη δική της τη χαραμισμένη ζωή. Το ημερολόγιο της θυμίζει πως έρχονται Χριστούγεννα. Κι είναι κάθε ένα από τα στολίδια στους δρόμους, τα σπίτια και τις βιτρίνες, μια ακόμη πληγή πάνω της. Συλλογή μαζί με τις τόσες που τα χρόνια της μοναξιάς τής άνοιξαν στο κορμί.
Αστόλιστο θα το αφήσει και φέτος το σπίτι της. Δεν το νιώθει να κάνει τίποτα. Ποιος θα το δει άλλωστε; Ποιος πατάει εκεί μέσα για να το δει; Με συγγενείς δεν είχε ποτέ πολλά πολλά. Οι φίλοι όλοι φτιάξαν τα σπίτια τους, μπήκαν σε μια άλλη φάση της ζωής τους. Τους έβλεπε αλλά όχι και τόσο συχνά πλέον. Εκείνη το απόφευγε, όχι αυτοί. Την πείραζαν οι σκέψεις που έκαναν πίσω από την πλάτη της κι εκείνη η συμπόνοια με την οποία έβλεπε να την κοιτούν.
Δεν την άντεχε την οικογενειακή ζωή τους. Δεν άντεχε την αρμονία τους ακόμη και στους καυγάδες. Δεν άντεχε εκείνο το “μαζί” τους που εκείνη δεν αξιώθηκε να έχει. Πολλά δεν άντεχε. Και τα Χριστούγεννα έρχονταν να της τα θυμίσουν όλα. Όχι δεν ήταν πάντα μόνη. Δεν ήταν πάντα παγωμένο κι αστόλιστο το σπίτι της. Κάποτε εκεί μέσα υπήρχαν και γέλια κι άνθρωποι. Υπήρχε αυτός…Υπήρχε αγάπη κι έννοια. Μόνο που όλο αυτό δεν κράτησε πολύ. Δε θέλει και πολύ να διαλυθούν όλα.
Όσο δύσκολα χτίζονται, τόσο εύκολα σπάνε σε κομμάτια. Κάπως έτσι κομματιάστηκε και η ζωή της. Κάπως έτσι κομματιάστηκε και η ψυχή της. Δεν ήθελε να θυμάται, την πονούσαν οι αναμνήσεις. Είχε ανθρώπους που έλεγαν ότι την αγαπούσαν. Έτσι το ένιωθε κι αυτή. Τώρα δεν είχε κανέναν. Όλοι έφυγαν. Άλλοι για ψηλά κι άλλοι για αλλού. Τους μνημόνευε κάθε μέρα. Με ευχές και με κατάρες, με προσευχές και αναθέματα. Μετρούσε τις δυνάμεις της και συγχωρούσε.
Όλους μπορούσε να τους συγχωρέσει. Όλους εκτός από αυτόν. Αυτόν που στάθηκε τόσο λίγος, τόσο μικρός. Αυτόν που έφυγε δίχως ένα αντίο παίρνοντας μαζί τη ζεστασιά του κρεβατιού τους, την αγάπη και την αδυναμία που του είχε. Κι αυτή η μελαγχολία των γιορτών έδενε με την αγωνία της.Την αγωνία της γυναίκας που έμεινε στο περιθώριο της ζωής. Και την ελπίδα της. Την ελπίδα πως μια ευλογημένη μέρα, τούτη η παγωνιά της καρδιάς, της ψυχής, της ζωής της, θα είναι παρελθόν.
Την ελπίδα πως μια μέρα θα θελήσει να στολίσει το σπίτι της λαμπάκια. Θα θελήσει να γιορτάσει Χριστούγεννα. Την ελπίδα πως σύντομα, κάποιο θαύμα θα γίνει και θα πάψει να είναι τόσο μόνη. Κάποιος θα έλεγε ότι ζητά τα αδύνατα. Όμως λένε πως γίνονται και θαύματα. Αυτό περίμενε λοιπόν κι αυτή.Ένα θαύμα που να γράφει το όνομά της.