“Στην χαρά θα σου λείπουν οι άνθρωποι.”
Της Σοφίας Παπαηλιάδου.
Τα παιδιά, έχουν έναν μοναδικό τρόπο να σου κάνουν τις πιο δύσκολες ερωτήσεις, την πιο ακατάλληλη στιγμή και να ζητάνε μια απάντηση τόσο απλή που να μπορούν να την κατανοήσουν.
Και συνήθως, η ερώτηση αυτή σε βρίσκει απροετοίμαστο και σε αιφνιδιάζει σε τέτοιο βαθμό που όσο χρόνο και να προσπαθείς να κερδίσεις, δεν σου φτάνει.
«Πού πάνε οι άνθρωποι όταν πεθάνουν;»
Έτσι, απλά.
Ένα ερώτημα που κάθε θρησκεία και κάθε επιστήμη προσπαθεί ανά τους αιώνες να απαντήσει, και ένα μπομπιράκι ζητάει την απάντηση εδώ και τώρα.
Και το «δεν ξέρω» που είναι και η μόνη αληθινή απάντηση, δεν παίζει αυτή τη στιγμή.
Βάζουμε μπουφάν πάνω από την πιτζάμα και πάμε στο μπαλκόνι.
«Κοίτα τα αστέρια αγάπη μου. Κάθε ψυχή που χάνουμε, γίνεται αστέρι στον ουρανό και μας προσέχει. Μας ακολουθεί και δεν μας αφήνει ποτέ πια μόνους»
«Και πότε πεθαίνει; Όταν γίνει πολύ πολύ πολύ μεγάλος σαν τον παππού του Κωστάκη;»
Διστάζω αλλά σκέφτομαι τα 6 χρόνια του και δεν θέλω να του το κάνω πιο δύσκολο.
«Ναι αγάπη μου. Όταν γίνουμε πολύ πολύ πολύ μεγάλοι πεθαίνουμε»
«Και πότε γυρνάει πίσω;»
Ο κόμπος που με πνίγει, έχει αρχίσει και μπλοκάρει την ομιλία μου και το «ποτέ» που θέλω να πω το ομορφαίνω και γίνεται ένα «δεν μπορεί να ξαναγυρίσει αγάπη μου, αλλά μας προσέχει και είναι μαζί μας από μακριά»
Δεν του αρέσει η απάντηση, δεν μου αρέσει η ερώτηση και το κρύο του Δεκέμβρη σώζει την κατάσταση.
Κι όταν εκείνο το μικρό πλασματάκι έχει αποκοιμηθεί εγώ έχω μείνει με εκείνον τον κόμπο.
Πώς να πεις σε ένα παιδί πως ο θάνατος είναι ένα ραντεβού που κανείς μας δεν ξέρει πότε θα το ζήσει.
Πώς να του πεις πως δεν έχει ηλικία, δεν έχει χρώμα και φυλή ούτε καν φύλο.
Ότι δεν έχει κανένα φιλότιμο και καμία λογική γιατί τότε θα είχαμε όλους τους ανθρώπους μας εδώ μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Δεν θα είχαμε ζήσει απώλειες φίλων μας στα 30 τους και στα 35 τους κι ακόμα νωρίτερα.
Αν είχε λογική δεν θα έπαιρνε από κοντά μας ανθρώπους που η ψυχή τους ήταν το μάλαμα όλου του κόσμου.
Αν είχε λίγο φιλότιμο θα μας έδινε λίγο χρόνο να πούμε δυο λέξεις που δεν προλάβαμε.
Ένα «σ’αγαπώ», μια «συγνώμη», ένα «μου λείπεις».
Αν είχε ψυχή θα μας άφηνε να νιώσουμε αυτή την τελευταία αγκαλιά και να κλειδώσουμε σε κάθε μνήμη μας την μυρωδιά, την αίσθηση και την ασφάλεια εκείνης της αγκαλιάς.
Δεν έχει ούτε λογική, ούτε φιλότιμο ο θάνατος παιδί μου.
Έρχεται να σαρώσει το μέσα σου.
Κι αν σου πουν πως ο γιατρός είναι χρόνος και τα γιατρεύει όλα (καλά αυτή τη μπούρδα μάλλον εγώ θα σου την πω όταν χρειαστεί) να ξέρεις πως είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έφτιαξε ο άνθρωπος για να παρηγοριέται.
Ο χρόνος δεν γιατρεύει τίποτα. Απλά σου δίνει την δυνατότητα και την ευκαιρία να φτιάξεις την μάσκα σου. Να την προβάρεις, να την φορέσεις καλά και να την κουμπώσεις στο πρόσωπό σου.
Σου δίνει την ευκαιρία να κάνεις βήματα παρακάτω. Να μάθεις να περπατάς, να προχωράς, να μιλάς, να γελάς, και να μην καταλαβαίνουν οι γύρω σου πως θυμάσαι ακόμα.
Σου δίνει το περιθώριο να σταματήσεις να ξυπνάς κάθε πρωί και για λίγα δευτερόλεπτα να νομίζεις πως είδες κακό όνειρο μέχρι να συνειδητοποιήσεις την πραγματικότητα.
Να μην φαίνονται τα δάκρυα. Να μην φαίνεται ο πόνος. Να αντιδρά με χαμόγελο σε κάθε μνήμη που έρχεται έτσι απροειδοποίητα.
Οι άνθρωποι που χάνεις, δεν σου λείπουν ούτε στα δύσκολα, ούτε στα επίπονα. Εκεί λες, καλύτερα μόνος μου. Ο πόνος άλλωστε δεν μοιράζεται.
Στην χαρά θα σου λείπουν οι άνθρωποι μάτια μου.
Σε ένα γέλιο μέχρι δακρύων που θα αναζητήσεις τον ήχο του γέλιου του. Σε ένα οικογενειακό τραπέζι που ασυναίσθητα θα βάλεις ένα σερβίτσιο παραπάνω. Σε ένα τραγούδι.
Δεν ξεχνάς ποτέ. Δεν σταματάς να πονάς ποτέ. Απλά προσαρμόζεσαι.
Και θα έρχονται και οι μέρες που θα σιωπάς γιατί οι μνήμες θα είναι πιο δυνατές από την αντοχή σου.
Και θα έρχονται κι οι νύχτες που σαν παιδάκι θα κοιτάς στο μπαλκόνι τα αστέρια και θα ψάχνεις το πιο φωτεινό γιατί ξέρεις πως εκεί κρύβεται.
Τότε μάτια μου θα καταλάβεις πως το ποτέ και το για πάντα τα ορίζει η ζωή και ο θάνατος.
Γιατί αυτούς που αγάπησες, δεν τους ξεχνάς ποτέ και ζουν μέσα σου για πάντα.