Connect with us

Της Στεύης Τσούτση.

Το κουτί βρισκόταν πάντα κάτω από τα σεντόνια της. Διακριτικά τοποθετημένο σε βαμβακερή αγκαλιά, το άλλαζε κάθε φορά που τα άλλαζε. Αθέατο ήταν αλλά εκείνη ήξερε πως ήταν εκεί. Σαν ιεροτελεστία ακουμπούσε την ακρούλα του κι αμέσως αποτραβιόταν. Σα να την έκαιγε η επαφή. Όπως ακριβώς την έκαιγε και το παρελθόν της. Καυτές πέτρες στην καρδιάς της εκείνη η ιστορία. Εκείνος ο έpωτας που ξεκίνησε ως καλοκαιρινό φλερτ και κατέληξε να γνωρίσει ούτε λίγο ούτε πολύ 10 καλοκαίρια. Μια ζωή. Ζωή δική της. Ζωή μοιρασμένη με το όνομά του, το άρωμά του το κλεισμένο στο κουτί και τίποτα άλλο.Γιατί εκείνος είχε από καιρό φύγει.

Πάνω στο κουτί ήταν χαραγμένα τα αρχικά της. Θέλησε κάποια στιγμή να χαράξει κι εκείνου, αλλά δείλιασε. Τελικά εκείνη η χαρακιά που έμεινε βαθιά ήταν του μέσα της. Το κουτί παρέμενε όπως ήταν εξ’ αρχής. Ξύλινο. Απέριττο. Ξεκλείδωτο. Δυο φορές το χρόνο το άνοιγε. Έφτανε ως τη ντουλάπα. Εκεί δείλιαζε. Μπορεί να την είχε ανοίξει χιλιάδες φορές αλλά καμιά δεν ήταν σαν κι αυτή. Έκαμε να φύγει μα κάτι την κρατούσε εκεί. Αόρατα δεμένη με καραβόσκοινο. Μια του Αη Λια, μια του Αη Γιάννη. Όταν ήρθε κι όταν έφυγε. Και περνούσε ο χρόνος μα η πληγή δεν έκλεινε. Έμενε εκεί με το κάθε τι να της θυμίζει  το γέλιο, τα μάτια, τις αγκαλιές, τα χάδια του.Της έλειπε. Ένας Θεός ήξερε πόσο της έλειπε. Και το μισούσε το κουτί. Όσο κι αν είχε γατζώσει πάνω του την ύπαρξή της, το μισούσε. Γιατί εκείνο είχε αυτό που της έλειπε πάνω από όλα. Αυτό που το έκανε την ίδια στιγμή μισητό κι ακαταμάχητο. Το κουτί σε κάθε του άνοιγμα τη ζάλιζε με τη μυρωδιά εκείνου. Της πλημμύριζε τα ρουθούνια και την έκαμε να σπαρταράει από το κλάμα.

Γιατί η μυρωδιά του ερχόταν να της τονίσει σκληρά την απουσία του. Και δεν την άντεχε την απουσία. Δεν άντεχε χωρίς αυτόν. Μια μπούκλα από τα σγουρά του μαλλιά, ένα ξύλινο σκαλιστό μενταγιόν που φορούσε τα καλοκαίρια στο λαιμό, τα δαχτυλίδια που είχαν ανταλλάξει, οι φωτογραφίες τους, το αγαπημένο του γαλάζιο t-shirt. Όλα στριμωγμένα, όλα εκεί. Φόρος τιμής στα δέκα υπέροχα χρόνια που της χάρισε. Πριν αναγκαστεί να φύγει. Πριν την αφήσει μόνη. Πριν της τον πάρει εκείνος ο ανόητος μεθυσμένος οδηγός με το παραβιασμένο στοπ του.Έκλεισε το κουτί κρατώντας την ανάσα της, αρνούμενη να διώξει τη μυρωδιά του. Αν ήταν στο χέρι της θα κοιμόταν μαζί του.

Αλλά φοβόταν πως θα ξημέρωνε η μέρα που το κουτί θα μύριζε απλά σαν κουτί κι όχι σαν εκείνον. Κι αυτό δεν το άντεχε. Πρόλαβε να το κρύψει στην ντουλάπα πριν εισβάλει στο δωμάτιο ο καινούριος άνδρας της ζωής της. Άνοιξε την αγκαλιά της και τον κράτησε σφιχτά. Σε 4 γράμματα αυτός ο άνδρας κατάφερνε να συνοψίσει το νόημα που είχε πλέον η ζωή της. Της θύμιζε γιατί έπρεπε να συνεχίζει. Μαμά, την είπε και σαν από το σγουρόμαλλο κεφαλάκι του να ξεχύθηκε η μυρωδιά του μπαμπά που τόσο άδικα και τόσο νωρίς είχε χάσει…Πάντα έλεγε πως σπίτι της ήταν εκεί που είναι το άρωμά του.Κι ακόμη και με αυτόν χαμένο, η αλήθεια της παρέμενε ίδια.

Advertisement