«Πριγκιπέσσα μου…» Το γράμμα ενός πατέρα για τα 5α γενέθλια της κόρης του.
Είναι γνωστός μέσα από το πολιτικό ρεπορτάζ! Ομως μόλις χθες, ο Αγγελος Μόσχοβας, μας έδειξε ένα άλλο τρυφερό πρόσωπο με αφορμή τα 5α γενέθλια της κόρης του, Χριστίνας. Της «Πριγκιπέσσας» του, όπως την αποκαλεί ο ίδιος.
Ενα κείμενο που η αλήθεια είναι πως μόνο οι μπαμπάδες μπορούν να γράψουν. Απολαύστε το!
«Ήμουν εκεί. Όταν είδα τον πρώτο υπέρηχο. Αυτή την άθλια και τόσο υπέροχη αποτύπωση. Είδα μια άσχημη (ασχημάτιστη) ακόμη σιλουέττα που κατάλαβα ότι θα ορίσει τη ζωή μου.
Ήμουν εκεί. Όταν στο δεύτερο υπέρηχο, ο γιατρός σε «έπιασε» να χαμογελάς. Έλιωσα.
Ήμουν εκεί. Όταν πάσχιζες να βγεις, να δεις τον κόσμο. Βιαζόσουν, βιαζόμουν, να συναντηθούμε.
Ήμουν εκεί. Όταν ο μαιευτήρας σε έπιασε απαλά και πήρες την ανάσα του κόσμου τούτου. Νόμιζα ότι όλα τα παιδιά, μόλις γεννηθούν κλαίνε. Απάτη.
Βγήκες ήρεμα, σιωπηλά. Και – όπως σε κρατούσε και ήσουν στραμμένη προς το μέρος μου, τα μάτια μας συναντήθηκαν.
Σαράντα χρόνια μαγκιάς, ανάλυωσαν σε δυό δάκρυα, εκείνο το δευτερόλεπτο, που δεν θα το ξεχάσω όσο ζω.
Ήμουν εκεί. Όταν σου χτύπησαν την πλάτη και έκλαψες, σαν να μην σε περιμένουν τόσες πίκρες.
Ήμουν εκεί. Όταν σε πήρα στα χέρια μου (στα χέρια μου, στην αγκαλιά μου!) για πρώτη φορά. Εκεί αναλήφθηκα.
Ήμουν εκεί. Όταν σου ψιθύρισα: «Το νου σου, ρεμάλι. Σ’ αγαπώ».
Ήμουν εκεί. Όταν ξενυχτούσα για να πιστέψω ότι σε έχω.
Ήμουν εκεί. Όταν – δύο μηνών – μπήκες στο αυτοκίνητο για μεγάλο ταξίδι.
Ήμουν εκεί. Όταν πήγες στον παιδικό σταθμό και γνώρισες τις φίλες σου.
Ήμουν εκεί. Όταν περπάτησες πρώτη φορά. Όταν είπες «μπαμπά» πρώτη φορά.
Ήμουν εκεί. Όταν κολύμπησες για πρώτη φορά. Όταν μαζεύαμε κοχύλια στην παραλία στη Χαλκιδική. Όταν περπατούσαμε στην παραλία στη Νάξο.
Ήμουν εκεί. Όταν έμαθες να τρως πίτσες πεπερόνι και πατάτες τηγανητές και «μακαρόνια με μπιφτέκι».
Ήμουν εκεί. Όταν πονούσες και σε πήγαμε στο νοσοκομείο. Ένα παιδί με ορό. Κανείς να μην βιώσει το συναίσθημα. Ήμουν εκεί. Όταν χαμογελούσες και ήθελες να φύγουμε επειδή έγινες καλά.
Ήμουν εκεί. Όταν ήθελες να γίνεις μπαλαρίνα αλλά το μετάνιωσες γιατί θέλεις να πας κολυμβητήριο.
Ήμουν εκεί. Όταν στα δύο χρόνια σου, στην επιστροφή από Ύδρα, τραγουδούσες Ρέμο και Νταλάρα στο αυτοκίνητο.
Ήμουν εκεί. Όταν θέλησες να ντυθείς τις απόκριες, όταν έβλεπες παιδικά στην τηλεόραση, όταν βαρέθηκες στο Μέγαρο Μουσικής με την λίμνη των Κύκνων.
Ήμουν εκεί. Όταν παίζαμε στον υπολογιστή «φορτηγό» και αεροπλάνο. Όταν βγάζαμε αστείες φωτογραφίες δυό μας.
Ήμουν εκεί. Όταν κάναμε μπάνιο, όταν σου διηγούμουν σχεδόν κάθε βράδυ, τα – μόνα – τρία παραμύθια που θυμάμαι από τη μάνα μου.
Ήμουν εκεί. Όταν βγάζαμε βόλτα το σκύλο. Ήμουν εκεί, όταν μου είπες ότι αγαπάς και τις γάτες. Ήμουν εκεί. Όταν βλέπαμε τα δελφίνια στο Αττικό πάρκο.
Ήμουν εκεί. Όταν πέταξες το νόμισμα στη Φοντάνα ντι Τρέβι και έκανα ευχή να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Όταν έτρωγες παγωτό σοκολάτα στη Ρώμη και είχες λερωθεί παντού.
Ήμουν εκεί. Όταν σε κουβαλούσα στους ώμους μου στην Βενετία, όταν χάρηκες με την κουκέτα στο καράβι, όταν νύσταξες και δεν άντεχες να μπούμε σε γόνδολα.
Ημουν εκεί. Όταν κάναμε ποδήλατο, όταν ανέβηκες στο πόνυ στην Ζάκυνθο, όταν βουτήξαμε στο Ναυάγιο, όταν ακούγαμε καντάδες και τρώγαμε γλυκό στου Μπόχαλη.
Ήμουν εκεί. Όταν είδες για πρώτη φορά παγώνι, κοτούλες, κατσικάκια και αγελάδες στο χωριό και τρελάθηκες.
Ήμουν εκεί. Όταν φυσούσες τα κεράκια στις τούρτες σου, κάθε χρόνο.
Ήμουν εκεί. Και θα είμαι εδώ, αγάπη μου.
Μια Παρασκευή σ’ αντίκρισα και μου ‘κλεψες το φως μου. Και τριγυρνώ τυφλός στον κόσμο τούτο, γιατί με φωτίζουν τα μάτια σου.
Θέλω να είσαι εκεί, όταν θα σου χορεύω ένα ζεϊμπέκικο. Μόνο για σένα.
Χρόνια πολλά και ευτυχισμένα, Πριγκιπέσσα μου.
Να ζήσεις μια ζωή όπως την θέλεις, ελεύθερη.
Ο πατέρας σου»