Όλα παλεύονται. Ακόμη κι ο καρκίνoς. Και ας μην το πιστεύεις…
Tην παρατηρώ καθώς κάθεται δίπλα μου στην ξαπλώστρα.
Δυο βαθιές τομές ψηλά στο στήθος, επουλωμένες αλλά μεγάλες, σε σημείο που και να θέλει το μάτι σου να πέσει αλλού, σαν να το τραβάνε.
Διακριτική, δεν τη ρωτάω κουβέντα. Τα πέρασα κι εγώ με δυο τρεις τρόπους και δεν μ’ άρεσε να ανοίγω τέτοιες συζητήσεις.
Συνεχίζω να την παρατηρώ.
Μια κούκλα με αλαβάστρινο δέρμα και ξανθά μαλλιά. Από εκείνα τα κορίτσια που το πρόσωπό τους κάνει για διαφημίσεις. Ατάραχη για αυτό που φαίνεται στο σώμα της, με ένα μόνιμο χαμόγελο, ομορφιά που δείχνει σαν να μη γνωρίζει ότι την έχει, προσωπικότητα που σε κάνει να τη συμπαθήσεις με την πρώτη ματιά.
Ένα κορίτσι από εκείνα που διαθέτουν πηγαίο χιούμορ, ατάκες κοφτερές, άνθρωπος που μπορείς να κάνεις συζήτηση μαζί του, ακόμα και αν δεν έχεις ένα κοινό σημείο.
Με τρώει να μάθω όμως. Να μάθω την ιστορία της. Όχι από διάθεση κουτσομπολιού. Από καθαρό ενδιαφέρον και μόνο.
Όχι για να μάθω πώς το πέρασε. Για να μάθω πώς το ξεπέρασε. Πώς μπορεί και είναι τόσο χαμογελαστή.
Μα εκείνη δεν φαίνεται διατεθειμένη να ξεκινήσει οποιαδήποτε τέτοια κουβέντα. Αντίθετα, με μοναδική ικανότητα στρέφει τη συζήτηση σε μένα που την παρατηρώ.
Με ρωτάει για τη δική μου ζωή, για τα προβλήματά μου, το μάλλον θλιμμένο βλέμμα μου, για εκείνο το χαμόγελο που δεν λέει να σκάσει στο πρόσωπό μου.
Και της μιλάω. Της εξηγώ. Της δικαιολογούμαι, ίσως.
Περιγράφω με μοναδική ικανότητα το βουνό των προβλημάτων μου, των σκέψεων μου, τον τρόπο που τα αντιμετωπίζω, που τους αντιστέκομαι, που με καταβάλλουν τις περισσότερες φορές.
Και αρπάζω την ευκαιρία. Τη ρωτάω δείχνοντας με τα μάτια το σημείο της τομής.
-Εσύ;
-Εγώ; Ναι, αυτό το ξεπέρασα. Τώρα έχει κάνει μετάσταση στα κόκκαλα…Κάποιες φορές θέλω να σταματήσω τα πάντα. Και μετά έρχεται εκείνο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και παλεύω. Παλεύω μέχρι το τέλος.
Χαμογελαστή εκείνη. Στήλη άλατος εγώ.
Νομίζω ότι αυτή ήταν μια σωστή στιγμή στη ζωή μου, για να με χαστουκίσω ξανά με όση δύναμη διαθέτω. Και διαθέτω μπόλικη.
Ήταν μια μοναδική ευκαιρία να με βρίσω, να με φτύσω, να με ταρακουνήσω δυνατά μέχρι να πονέσουν τα δικά μου κόκκαλα.
Ήταν μια στιγμή που σε κλάσματα δευτερολέπτου έβαλε τις προτεραιότητες στη ζωή μου στη σωστή τους σειρά. Αυτές που είχαν ξεφύγει, ξεχνώντας προκλητικά τα πιο σημαντικά.
Χωρίς να γίνει λάθος. Χωρίς να χρειαστεί να το σκεφτώ ιδιαιτέρως. Χωρίς να προηγηθεί ανάλυση, διεργασία και πισωγυρίσματα.
Απλά. Με μια της κουβέντα πήγε τα προβλήματά μου σε έναν πάτο, έτοιμα να λυθούν, να αγνοηθούν ή να παραμείνουν εκεί και να αδιαφορώ.
Ίσιωσα την καμπουριασμένη μου πλάτη. Στύλωσα τα πόδια μου γερά στο έδαφος.
Άδειασα το κεφάλι μου από τα περιττά και τα ανούσια.
Πήρα τον έpωτα, την αγάπη, τη φιλία, την επιβίωση, τη χαρά, την αγανάκτηση, τη λύπη, την αναγκαιότητα, και τους έδωσα σειρά προτεραιότητας.
Πήρα τους ανθρώπους της ζωή μου και τους έδωσα χαρτάκια με αριθμούς. Στην αξία που τους πρέπει,χωρίς υπερβολές.
Γιατί όλα αυτά παλεύονται. Με χέρια, πόδια, νύχια, κλάματα, παλεύονται όλα.
Σε κάποια από αυτά θα νικήσω. Σε κάποια θα χάσω, αλλά θα το κάνω πανηγυρικά, να μοιάζει με νίκη και αυτό.
Σε άλλα θα αδιαφορήσω γιατί έτσι πρέπει να κάνω, και σε άλλα θα πάρω χαρτί περιτυλίγματος και θα τα φυλάξω σαν δώρα που μου δόθηκαν.
Γιατί ακόμη μπορώ.
Δεν έχω να παλέψω με κανέναν άλλον αντίπαλο, εκτός από τον εαυτό μου.
Χαμογελάω. Το ίδιο κι αυτή.
Σ’ ευχαριστώ, θέλω να της πω. Αλλά δεν χρειάζεται. Το ξέρει.