Οι πραγματικοί άνδρες θα σου μιλήσουν με τις πράξεις τους.
Πόσο μεγάλη είναι η κουβέντα άντρας; Τη λες και γεμίζει το στόμα.
Από τα παιδικά χρόνια, ακόμα, μας προσδιόρισαν την εικόνα του ντόμπρου, του σοβαρού και σταθερού χαρακτήρα. Του αλύγιστου, αυτού που οι κουβέντες έχουν μορφή συμβολαίου κι ό,τι πει είναι κι υπογραφή.
Δεν παίρνει και δε δίνει αναβολές. Είναι υπόλογος των πράξεών του και δεν κρύβεται πίσω απ’ τον αντίχειρά του.
Ανταπεξέρχεται σε δύσκολες καταστάσεις γιατί σφυρηλατήθηκε με ατσάλι και θειάφι.
Στον άντρα, λέει, δεν χωράνε συναισθηματισμοί. Αυτά είναι για τη γυναίκα, που ο κόσμος τη θέλει πλασμένη από μύρα και χρυσάφι.
Μιλάμε για αρσενικά, όχι για ψεύτικες καρικατούρες. Άλλο τατού, άλλο χένα. Κολλαριστά πουκάμισα, καντράν «Πανεράι» στο χέρι ή τσαλακωμένα τζιν με μπλούζα εργασίας. Ασχέτως του κοινωνικού στάτους η φιλοσοφία είναι ίδια. Βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα, αγάπη στην ταχύτητα, στη φιλία και μεγάλη αδυναμία στο ωραίο φύλο.
Μην μπερδεύεσαι. Αν δεν ένιωσες βλέμμα να σε διαπερνά και να κολλάει την ψυχή σου στον τοίχο, μάλλον δε γνώρισες ακόμα αρσενικό.
Κι αφού λοιπόν ξεκαθαρίστηκε από τον Αριστοτέλη Ωνάση ότι το χρήμα δε θα είχε καμία αξία αν δεν υπήρχαν γυναίκες, τότε άσε να σου πω ότι εμείς πραγματικά πληρώνουμε με δάκρυα όταν συμπίπτει λόγος σοβαρός .
«Οι άντρες δε κλαίνε», έλεγε η μάνα μου όταν μάτωνα τα γόνατα στις αλάνες. Οι άντρες δεν πονάνε και αν πονάνε δεν το δείχνουν. Οι άντρες δε μιλούν πολύ, οι άντρες μόνο πράττουν. Κι οι πράξεις τα λένε όλα από μόνες τους.
Όπως σε εκείνο το χωρισμό που ίσως φοβήθηκες ή δεν εκτίμησες. «Λυπάμαι δε σου αξίζω», ήταν οι τελευταίες σου κουβέντες. Μ’ αυτός έσφιξε τα δόντια, φόρεσε το πιο μεγάλο του χαμόγελο και σου έδωσε να κρατήσεις σφιχτά μόνο δύο λέξεις.
«Να προσέχεις».
Πόσα θα «μου λείψεις», «σε θέλω», «σε χρειάζομαι», αναπάντητα «γιατί» κι «άντε γ@μήσου» κρύφτηκαν πίσω από ένα «να προσέχεις» ούτε που φαντάζεσαι. Να ανοίξει η γη να τον καταπιεί μα το δάκρυ έγινε κόμπος. Κάπου κόλλησε μεταξύ καρδιάς και λογικής χωρίς ποτέ να στάξει.
Μάλλον δεν άξιζε…
Γιατί είναι η έσχατη λύση. Όχι για να δηλώσει απόγνωση αποσκοπώντας κάπου μα για να ξεπλύνει την πληγή με αλάτι και νερό. Κλάματα κι οδυρμοί δε μας ταιριάζουν. Είναι το ζεϊμπέκικο που χορεύουμε για να απαλύνει ο πόνος χωρίς χειροκροτήματα και θεατές.
Είναι ό,τι πιο πολύτιμο είχαμε να δώσουμε στην κηδεία του φίλου όταν σταθήκαμε από πάνω του χαμογελώντας, αφήνοντας τα δάκρυα να στρίβουν στα λακάκια του προσώπου καταλήγοντας στο χώμα. Το είχε ζητήσει κι αυτός εξάλλου. «Χωρίς πλαντάγματα και μ@λακίες, μόνο χαμόγελα θέλω από εσάς».
Η υπόσχεση ήταν βαριά και να την αθετήσουμε δεν μπορούσαμε.
Δεν έχει να κάνει με την κοινωνική κατακραυγή. Ούτε με το τι θα πουν οι άλλοι. Είναι απλά ότι ξέρουμε την αξία τους και δεν τα σκορπάμε στους ανέμους με την πρώτη ευκαιρία.
Φτάσαμε στο φεγγάρι, ανακαλύψαμε τον κόσμο και στους χειρότερους βασανιστές δεν υποκύψαμε. Μα στη δική σου θέα, γυναίκα, αφηνόμαστε και δείχνουμε πλευρές του χαρακτήρα που κι ίδιοι απορούμε καμιά φορά.
Δε θα ‘θελες κι εσύ εξάλλου να μας δεις να κλαίμε. Όχι γιατί είμαστε συναισθηματικά ανάπηροι και νιώθουμε λιγότερα από εσένα αλλά γιατί έχεις ανάγκη τη σιγουριά και την πυγμή που καιρό τώρα αποζητάς.
Κι αν τύχει ποτέ να μπεις στο σπίτι και να μας δεις να λυγίζουμε, σβήσε το φως και θυμήσου.
Οι άντρες δεν κλαίνε.
Γράφει ο Γιάννης Καλαμπούκας