Οι άνθρωποι που αγαπήσαμε πραγματικά είναι πάντα δίπλα μας
Κάποιους ανθρώπους είναι αδύνατο να τους ξεχάσουμε. Παραμένουν πάντα στην καρδιά μας και τους έχουμε μαζί μας ό,τι κι αν κάνουμε. Πολλές φορές έρχονται στο μυαλό μας ξαφνικά, επειδή ακούσαμε ένα τραγούδι ή είδαμε μία φωτογραφία. Οι αναμνήσεις μάς κατακλύζουν και αναρωτιόμαστε πως θα ήταν η ζωή μας αν τα πράγματα είχαν γίνει διαφορετικά.
Πάντα θα τους νοσταλγούμε και θα τους θυμόμαστε με μία γλυκόπικρη ανάμνηση. Όταν τους θυμόμαστε άλλες φορές αισθανόμαστε χαρά και άλλες θλίψη. Αυτοί οι άνθρωποι δε φεύγουν ποτέ από το πλάι μας.Τους έχουμε πάντα δίπλα μας, τους βλέπουμε στα όνειρά μας. Γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό; Το παρακάτω κείμενο θα σε συγκινήσει και θα σου δώσει τις απαντήσεις που ψάχνεις.
«Το υποσυνείδητο» λένε κάποιοι. «Τυχαίο» λένε οι περισσότεροι. Υπάρχουν κι εκείνοι που δεν τολμούν να το ομολογήσουν καν στον ίδιο τους τον εαυτό κι απλά το προσπερνούν στη σκέψη τους, φοβούμενοι μη νιώσουν τύψεις. Τίποτα από όλα τα παραπάνω θα τολμήσω να πω!
Απλά κάποιοι άνθρωποι που μας στιγμάτισαν με την παρουσία τους στη ζωή μας, άσχετα με το χρονικό διάστημα που υπήρξαν επιβάτες στο δικό μας τρένο, δε φεύγουν ποτέ από μέσα μας. Είναι εκεί. Έρχονται στα όνειρά μας για να μας θυμίσουν όσα παλέψαμε σκληρά να ξεχάσουμε. Εισβάλλουν στη σκέψη μας χωρίς να χτυπούν καν την πόρτα. Έτσι, μπαινοβγαίνουν όποτε γουστάρουν για να μην ξεχάσουμε ποτέ τι κάναμε γι’ αυτούς και τι έκαναν εκείνοι για εμάς. Για να μην πάψουμε ποτέ να αναπολούμε συναισθήματα που με κόπο έχουμε θάψει βαθιά μέσα μας και μοιάζουν με παγωμένη λίμνη που από κάτω της υπάρχει ένα ενεργό ηφαίστειο να σιγοκαίει.
Είναι όνειρα, είναι σκέψεις που έρχονται έτσι αναπάντεχα και βίαια κάθε φορά που βλέπουμε τον κόσμο «ανάποδα» για να μας θυμίσουν ξανά και ξανά τα σταυροδρόμια της ζωής μας και την πιθανή λάθος στροφή που πήραμε. Μετά από κάθε τέτοιο όνειρο ξυπνάμε το πρωί με μια γλυκιά ανακούφιση στην ψυχή, λες και ξαναζήσαμε για λίγο εκείνο το χρονικό διάστημα της ζωής μας, που έχει μείνει ανεξίτηλο μέσα μας και ας το έχουμε κάνει delete από το μυαλό.
Αμέσως μετά έρχεται η θλίψη γιατί αντιλαμβανόμαστε το χθες και το σήμερα. Γιατί είναι σαν να ταξιδέψαμε για λίγο πίσω στο χρόνο. Σαν να γευτήκαμε και πάλι εκείνες τις στιγμές με το συγκεκριμένο άνθρωπο που μας λείπει, εκείνον που του έχουμε παραδώσει ανεπίστρεπτα ένα κομμάτι της καρδιάς μας. Εκείνες τις αναπάντεχες ώρες είναι που καθόμαστε μπροστά στον καθρέφτη κι αναρωτιόμαστε τι κάναμε. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ξαφνικά τον στίχο εκείνον. «Λάθος δρόμο πήραμε καρδιά ρίξαμε ανάποδη ζαριά».
Τότε είναι που αρχίζουν τα αναθεματισμένα (για να μην πω τίποτα χειρότερο) «αν».
Αν προσπαθούσα λίγο παραπάνω; Αν επέμενα λίγο περισσότερο; Αν δεν έπαιρνα τόσο βιαστική απόφαση; Αν δεν άκουγα τον κόσμο; Αν δεν έβαζα μπροστά τον εγωισμό; Αν δεν πίστευα πως έτσι θα είναι καλύτερα και για τους δυο; Αν το πάλευα, ρε φίλε; Γιατί άξιζε, γιατί ήταν αυτός ο μόνος άνθρωπος τελικά που ήξερε να με απογειώσει, που ήξερε να με ηρεμεί, που ακόμα και στις μαύρες μου μ’ έκανε να γελάω και να μη σκέφτομαι. Γιατί ήταν η ντόπα μου και η απελευθέρωσή μου ταυτόχρονα. Γιατί μου λείπει, γαμώτο. Ακόμα και μετά από τόσο καιρό, μου λείπει. Ας το παραδεχτούμε επιτέλους!
Τότε είναι που λες «να γυρνούσε ο πούστης ο χρόνος πίσω!» Κι έρχεται η ιστορία να σου δείξει γι’ άλλη μια φορά ότι τελικά ο πόνος δε φεύγει ποτέ. Ίσως να ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου. Ίσως να στριμώχνεις και να σπρώχνεις στα πιο σκοτεινά μονοπάτια του «είναι» σου κάθε ανάμνηση που η λογική θέλησε να επιβάλλει στην ψυχή. Ίσως να ξεχνάς ακόμα, μερικές φορές, πολλές απ’ τις στιγμές σας, αλλά δεν ξεχνάς ποτέ τι ένιωσες, πόσο πόνεσες, πόσες ατέλειωτες μέρες ή μήνες περίμενες ένα μήνυμα για να το ξαναπιάσετε από εκεί που το αφήσατε. Και το μήνυμα δεν ερχόταν ποτέ.
Δεν ξεχνάς ποτέ τα σενάρια που έκανες με το μυαλό σου πως χτυπάει ένα βράδυ η πόρτα σου κι ορμάει μέσα λέγοντας σου ένα «συγνώμη, δε μπορώ χωρίς εσένα στη ζωή μου!». Δεν ξεχνάς ποτέ ότι περίμενες τουλάχιστον να σε διεκδικήσει, να το παλέψει, να προσπαθήσει όπως προσπάθησες εσύ τόσες φορές κι έπεσες σε τοίχο. Δεν ξεχνάς ποτέ εκείνη τη μέρα που του είπες «αντίο» κρατώντας το κεφάλι σου ψηλά για να μη δει τα δάκρυα στα μάτια σου, λέγοντάς του «είμαι εντάξει». Όχι, δεν ξεχνάς ότι σε άφησε να του φύγεις.
Ο πόνος δεν φεύγει ποτέ για τους ανθρώπους που αγαπήσαμε πραγματικά. Ποιος φταίει; Από ένα σημείο και μετά δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Όντας πια αργά να διορθώσουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας, φαντάζουν πια αυτοί οι άνθρωποι φύλακες άγγελοι στη ζωή μας κι έρχονται εκεί στα δύσκολα, να μας θυμίσουν τι αφήσαμε πίσω. Η μήπως έρχονται για να μας ωθήσουν σε μια τελευταία καθοριστική προσπάθεια;
Της Βίβιαν Παναγιώτου