Δεν είναι ο ρατσισμός το πρόβλημα
Υπήρξαν πολλές ακραίες αντιδράσεις. Ιθαγενείς γονείς έκλεισαν με λουκέτα το σχολείο, αλλού έσπρωχναν με μένος τις πόρτες για να μη μπουν τα παιδιά ενώ όσοι δεν εμπλέκονται άμεσα, δηλαδή δεν έχουν παιδιά σε σχολεία, κράτησαν στην καλύτερη περίπτωση, μια πολιτικά ορθή στάση του τύπου «μη βιάζεσαι να κρίνεις τον άλλον ως ρατσιστή αν δεν ξέρεις όλες τις λεπτομέρειες» και στην χειρότερη εκφράζουν απόψεις όπως «να πάνε στον αγύριστο».
Θα έλεγε κάποιος ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ο ρατσισμός αφού στρεφόμαστε εναντίον ακόμα και των παιδιών τους (συγχωρέστε μου τα κεφαλαία). Είναι τα παιδιά τους και τα παιδιά μας.
Μια επιπόλαιη ματιά, λοιπόν, θα εστίαζε το πρόβλημα στον ρατσισμό και το θέμα θα έληγε εκεί. Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα έχει πολύ βαθύτερες ρίζες από όσο φανταζόμαστε.
Η ελληνική κοινωνία, στη συντριπτική της πλειοψηφία τολμώ να πω, ξεχωρίζει τα παιδιά της από όλα τα υπόλοιπα. Όταν λέω τα παιδιά της δεν αναφέρομαι απλά στα προσφυγάκια. Εννοώ ότι αποδέχεται ως κανονικά μόνο τα παιδιά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: υγιή, αρτιμελή, λευκά ελληνόπουλα που οι γονείς τους είναι παντρεμένοι και έχουν μια μέτρια και πάνω οικονομική κατάσταση. Ο,τιδήποτε ξεφεύγει από αυτό το κουτάκι στιγματίζεται, συζητιέται, εμποδίζεται και γενικά αποτελεί κάποιου είδους πρόβλημα.
Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα που καταδεικνύουν ακριβώς αυτό που αναφέρω.
Πέρισυ το καλοκαίρι βρέθηκα σε έναν γάμο. Ο γαμπρός και η νύφη κοντά στα πενήντα, με τον πρώτο να είναι τέσσερα πέντε χρόνια μικρότερος και είχε ένα τετράχρονο κοριτσάκι από προηγούμενο γάμο. Στην παρέα μου συζητούσαν ότι η κοπέλα είχε ήδη ξεκινήσει εξωσωματικές για να κάνουν παιδί. Αναρωτήθηκα φωναχτά γιατί να μπει σε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία αφού έχουν παιδί, εννοώντας το κοριτσάκι. Με εξαιρετική φυσικότητα η παρέα μου είπε «Μα να μεγαλώνει το παιδί του άλλου και να μην έχει δικό της;»
Να το, το παιδί του. Το παιδί του άλλου.
Σε εστιατόριο, μπαίνει μέσα ένα τσιγγανάκι να ζητιανέψει. Το πρώτο πράγμα που δέχεται είναι βλέμματα απαξίας. Ούτε καν λύπησης. Απαξίας. Το επόμενο είναι κινήσεις που υποδηλώνουν ότι σε θεωρώ επικίνδυνο κλέφτη γιαυτό μαζεύω τα πράγματά μου, κινητά, γυαλιά από το τραπέζι. Τέλος, δέχεται σκληρά λόγια από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος : «έλα, τσακίσου έξω, έφυγες».
Γιατί να μη το βρίσουμε άλλωστε; Δεν είναι δικό μας παιδί.
Ανοιξιάτικο απόγευμα στην παιδική χαρά. Ο Λέντιο, γεννημένος στην Ελλάδα αλλά γιος Πολωνού και Ελληνίδας, κλωτσάει τη μπάλα λίγο δυνατότερα και χτυπάει τον καφέ μιας κυρίας στο παγκάκι, η οποία σηκώνεται και τον βρίζει άσχημα. Ο μικρός ψελλίζει «μα η παιδική χαρά είναι για όλους» κι εκείνη απαντά «πες στους γονείς σου να πληρώνει τους φόρους του και μετά να μας πεις τίνος είναι η παιδική χαρά».
Γιατί ο Λέντιο δεν είναι δικό μας παιδί.
Σάββατο πρωί στο πάρκο, παιδάκι με νοητική υστέρηση προσπαθεί να ανέβει στην τσουλήθρα. Συνομήλικο κοριτσάκι πλησιάζει να το βοηθήσει και ο μπαμπάς της φωνάζει “Μαρίνα, φύγε από κει” και πάει να την απομακρύνει ο ίδιος, μη και κολλήσει καμιά νοητική υστέρηση από τα σάλια του.
Γιατί δεν είναι το δικό του παιδί.
Φίλη μου, μονογονέας, έβγαινε για καιρό με έναν ενδιαφέροντα άνδρα, ο οποίος μετά από ένα διάστημα της είπε ότι δε μπορεί να συνεχίσει μαζί της γιατί έχει δυο παιδιά και αυτό είναι πρόβλημαγιαυτόν. Γιατί «ας πούμε, θα πάμε διακοπές και θα πρέπει να πληρώσω και για τα δικά σου παιδιά».
Τα δικά σου παιδιά.
Η ελληνική κοινωνία είναι γεμάτη διακρίσεις. Τα παιδιά του άλλου, τα παιδιά του μετανάστη, τα παιδιά του πρόσφυγα, τα παιδιά των χωρισμένων γονέων (ο τόνος στο «ε» παρακαλώ, έχει σημασία), τα παιδιά των τσιγγάνων, τα παιδιά των φτωχών, τα παιδιά των καλών οικογενειών, τα παιδιά τους και τα παιδιά μας.
Δεν είναι θέμα ράτσας το πρόβλημα στη χώρα μας. Είναι θέμα ξεβολέματος. Είναι έλλειμα αγάπης. Ο,τιδήποτε μας βγάζει από τη βολή μας δεν το θέλουμε. Αλλά δε μένουμε σ αυτό. Το υποτιμάμε, το βρίζουμε, το αποστρεφόμαστε, του δημιουργούμε περισσότερα προβλήματα από όσα ήδη έχει.
Ξέρετε ποιος άνθρωπος είναι αυτός που θα υπερτονίσει την κτητική αντωνυμία; Εκείνος που πιστεύει ότι ο κόσμος γυρίζει γύρω από εκείνον, εκείνος που αγάπη θεωρεί ό,τι τον αφορά και τον διευκολύνει.. Επειδή βρέθηκε στη σωστή πλευρά τη σωστή στιγμή. Επειδή έτυχε να μην πέφτουν βόμβες πάνω στο δικό του κεφάλι. Επειδή έτυχε να μη γεννηθεί τσιγγάνος. Επειδή έτυχε να μη χάσει τη δουλειά του ή αν την έχασε να έχει προίκα ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του. Επειδή έτυχε να έχει μια ευνοικότερη μοίρα από κάποιους άλλους. Μέχρι τώρα βέβαια. Το ποτάμι δεν κατεβάζει πάντα κούτσουρα.
Δεν ξέρω αν αυτή η χώρα ήταν ποτέ διαφορετική. Οι δικές μου μνήμες ήταν από στωικές γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό που μεγάλωσα να μιλάνε με αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά και τους μεγάλους. Που στις πλατείες και τις αλάνες δεν πρόσεχαν μόνο τα δικά τους παιδιά αλλά όλα τα παιδιά. Σαν τη γιαγιά που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης, που έλεγε και ξανάλεγε «μα τι να κανα, να, τα μωρέλια μουρχονται κρίμα, παιδάκια είν΄τα, παιδάκια…»
Βέβαια, αν διαβάσεις Λουντέμη, θα δεις ότι μόλις 50-60 χρόνια πριν ο κόσμος ήταν τραγικά σκληρός και άγριος με τους αδύναμους. Τουλάχιστον τώρα η ίδια βια εκφράζεται λίγο πιο συγκαλυμμένα, λίγο πιο στρογγυλεμένα κυρίως γιατί υπάρχουν περισσότερες αντιστάσεις από ένα άλλο μέρος της κοινωνίας.
Δεν ξέρω αν αυτή η χώρα θα αλλάξει ποτέ. Αν θα πάψει να φοβάται το διαφορετικό, αν θα πάψει να νιώθει απειλή από ό,τι δεν αναγνωρίζει ως οικείο, αν θα πάψει να παίρνει προσωπικά ό,τι είναι άλλο από εκείνη. Αν θα μάθει να αγαπά.
Ξέρω όμως ότι θα αναγνωρίσω την αλλαγή. Γιατί οι άνθρωποι θα πάψουν να λένε «τα παιδιά τους» και θα αρχίσουν να λένε «τα παιδιά». Με την ευχή και την ελπίδα ότι κάποτε τα παιδιά θα είναι ευθύνη και υποχρέωση όλων μας.