Connect with us

Με κούρασαν οι επιστροφές.. τα «θέλω» που χάθηκαν πρόωρα, οι νύχτες που τέλειωσαν πριν προλάβεις να τις ζήσεις, οι σκέψεις που έμειναν στου μυαλού το μικρό δωμάτιο σαν απόθεμα.. σαν εκείνα τα σαπιοκάραβα που χαζεύεις σαν βγεις στο μπαλκόνι για τον απογευματινό σου καφέ και τσιγάρο, σαν τσιγάρα τα φουγάρα τους καπνίζουν φωτίζοντας τους δρόμους της μοναξιάς σου.. τα μονοπάτια διαφυγής τους που ξέκλεψαν (λες και από τύχη) και άλλη μια φορά «δραπέτευσαν στα ανοιχτά για κείνο το στερνό τσιγάρο».

Ο καιρός άλλαξε, το καλοκαίρι έφυγε, ένα καλοκαίρι που πέρασε και δεν ακούμπησε. Ήρθε γιατί δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς. Σου έδωκε βαριεστημένα το ζεστό του χάδι στο πρόσωπο και στο πήρε άρον άρον σαν εκείνες τους πουτάνες που κοιτούν το ρολόι επιδεικτικά σαν έρθει η ώρα σου και ακόμα δεν έχεις τελειώσει με δαύτες.

Ο καιρός άλλαξε. Μοναχά οι άνθρωποι απόμειναν ίδιοι. Ίδιοι στην ψυχή μα γερασμένοι στο σώμα. Ίδια μάτια μα τριγύρω, ολούθε ρυτίδες.

O καιρός άλλαξε, νομίζω πως λείπεις. Κάποια βράδια λείπεις. Εκείνα τα βράδια που κοιτάς τα αστέρια και αναρωτιέσαι αν αργεί το ξημέρωμα.. Εσύ άραγε κοιτάς τα αστέρια; Αναρωτιέσαι κάποια βράδια πως θα ΄ρθει το ξημέρωμα;

Ο καιρός άλλαξε, είμαι σίγουρος πως μου λείπεις. Όχι εσύ, εσένα δεν σε θέλω πια. Σε μίσησα με όλους τους πιθανούς τρόπους. Σε μίσησα και για τους δυο μας, και για τους τρεις μας, σε μίσησα τόσο πολύ ώστε να μην χρειαστεί να σε μισήσει άλλος. Τα μάτια σου. Μόνο εκείνα δεν κατάφερα να μισήσω. Μόνο εκείνα επιμελώς άθελα μου προσπάθησα να τα κρατήσω σε εκείνα τα μικρά κουτάκια της γερασμένης μου μνήμης. Εκείνης της επιλεκτικής, που στιγμές κρατούσε και έσβηνε ανθρώπους και ψέματα, συμπεριφορές και λόγια, ζωές που χτίστηκαν για να γκρεμιστούν σε μια στιγμή. Είναι εύκολο να γκρεμίζεις. Είναι πιο εντυπωσιακό από το να χτίζεις αργά, αργά, αργά. Το να γκρεμίζεις κάμει κρότο, κόσμος μαζεύεται και χαζεύει.. είναι εντυπωσιακό μωρό μου το ξέρω να γκρεμίζεις. Να γκρεμίζεις, να φωνάζεις, να κάμεις αισθητή την παρουσία σου.. Μια παρουσία τρελού, ενός χαμένου Δον Κιχώτη που στο μεσοστράτι της ζωής εκείνος κυνηγούσε θύελλες αντί για ηλιόλουστες μέρες.. χείμαρρους αντί για ποτάμια με γάργαρο νερό, κυνηγούσε δαίμονες αντί για αγγέλους, κυνηγούσε το ΣΚΟΤΑΔΙ πριν έρθει το ΦΩΣ της αυγής.

Μα σαν σωπάσουν οι φωνές, σαν οι άνθρωποι χωρίσουν, σαν δεν έχει μείνει τίποτα άλλο να γκρεμίσεις, τότε έρχεται η σιωπή. Εκείνη η εκκωφαντική σιωπή που κάμει η μοναξιά σαν περνά στα «μέσα» σου, σαν σκοτεινιάζει τις άλλοτε χαρούμενες μέρες, σαν αρχίσει να ρουφά λίγο λίγο κάθε φορά το κόκκινο αίμα που τρέχει στις φλέβες..

Δύσκολο πράμα οι έρωτες που βασίστηκαν στα ομώνυμα. Δύσκολο πράμα να ταιριάξεις αν είσαστε ίδιοι..

Ώρες σιωπής..

Ώρες μοναξιάς σε μια νύχτα που τα «θέλω» προδόθηκαν ανεπανόρθωτα. «Δικάστηκαν» λέει, δικάστηκαν γιατί δεν κατάφεραν ποτέ να σταθούν στα πόδια τους. Δικάστηκαν γιατί ήταν δειλά. Και ο,τι είναι δειλό πεθαίνει, και ο,τι πεθαίνει δεν επιθυμεί, δεν ζει, δεν «θέλει». Δικάστηκαν τα «θέλω» να μην σημαίνουν πια τίποτα.. και αυτή η τιμωρία ήταν για εκείνον χειρότερη και από τον θάνατο.

Ανάβει τσιγάρο, φέρνει το ουίσκι στα χείλη και το πίνει μονοκοπανιά. Ανοίγει μια μπύρα και σβήνει την κάψα του με μια γερή δροσερή γουλιά. Μια ρουφηξιά ακόμα, μια γουλιά ακόμα, η νύχτα ήρθε, σιγά σιγά ο καιρός δρόσισε, άλλαξε. Τα ζεστά χρώματα του καλοκαιριού δίνουν την θέση τους σε εκείνο το απροσδιόριστα μελαγχολικό συναίσθημα του Φθινοπώρου.

Φοβάμαι μωρό μου.. φοβάμαι.. Φοβάμαι πως τελικά η ζωή είναι σαν εκείνα τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη. Ανυπόμονα τα περιμένεις, λίγο κρατούν και χάνονται. Και μαζί με αυτά ένα τσιγάρο βρεμένο ξωπίσω να θυμίζει την σύντομη παρουσία τους.

Σαν εκείνους τους έρωτες που σαν βεγγαλικά ήρθαν και σε τύφλωσαν. Απέμεινες τυφλός να αναρωτιέσαι πως γίνεται ο κόσμος να χωρά τόση ομορφιά..

..όπως τα μάτια σου, εκείνα τα μάτια σου τα απροσδιόριστα μελαγχολικά.

Advertisement