Connect with us

Κι ύστερα ήρθε ο Άλλος… Εκείνον τον Άλλο δεν τον κατάλαβες πως τρύπωσε στην ψυχή σου Παθιάζεσαι. Ζεις το παραμύθι σου, απογοητεύεσαι, φορτώνεσαι απωθημένα. Σε κατατρέχουν μνήμες και πνίγεσαι σε διάφορα “αν”.

Και το πρόσωπο εκείνου. Πάντα εκείνος.

Ο πρώτος έpωτας, εκείνος που ταρακούνησε συθέμελα την ύπαρξή σου. Εκείνος που σε έκανε να πιστέψεις στον έpωτα που λυγίζει γόνατα, γεννά πεταλούδες στο στομάχι και μελωδίες στα αυτιά.

Κι ήταν εκείνος που σε γονάτισε. Σε πόνεσε όσο κανείς, σε πλήγωσε όσο κανείς.

Και δεν τον ξέχασες ποτέ. Πάντα έβρισκες μια αφορμή για να επιστρέψεις, να δώσεις άλλη μια ευκαιρία, να κυνηγήσεις το απωθημένο σου. Μόνο που εσύ το έλεγες όνειρο, το έλεγες έpωτα. Τι κι αν ήρθαν άλλοι στο ζωή σου; Πάντα εσύ εκεί. Μισό μυαλό μπροστά και ολόκληρη η καρδιά σου πίσω, στο παρελθόν. Κι ας μην το ήθελες. Ας πάλευες με νύχια και δόντια να το ξεπεράσεις. Γιατί έπρεπε αλλά δεν το ήθελες. Κι ήταν φορές που είπες πως τα κατάφερες.

Κι αρκούσε μια νότα από το τραγούδι σας για να σε ρίξει στην πιο βαριά μελαγχολία. Έφτανε να σε κάνει να στέλνεις μηνύματα μες τη μαύρη νύχτα και να κλαις για τις μέρες που πέρασαν κι εκείνες που δε θα ξαναρθούν. Κι ύστερα ήρθε ο Άλλος…

Εκείνον τον Άλλο δεν τον κατάλαβες πως τρύπωσε στην ψυχή σου. Είχαν περάσει άλλωστε τόσα χρόνια και δεν πίστευες πως θα μπορούσες να νιώσεις. Αλλά κι αυτός δεν ήρθε με τυμπανοκρουσίες.

Ήρθε απλά, αθόρυβα. Μπήκε στη ζωή σου κι άρχισε να τη γεμίζει μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό, πράξη την πράξη. Όχι με λόγια -ποτέ δεν ήταν τα λόγια το δυνατό του σημείο- αλλά με έργα. Κι απόμεινες εσύ, η μόνιμα στερημένη και παντοτινά δοσμένη, να αλλάζεις. Βρέθηκες να καταλαβαίνεις πως όλες εκείνες οι χαραγματιές μέσα σου, εκείνες οι χαρακιές της μοίρας σου, άρχισαν να κλείνουν.

Δε σου φώναξαν. Μόνο μια μέρα τις έψαξες και δεν τις βρήκες εκεί. Το κατάλαβες μια μέρα που έπαιξε εκείνο το “τραγούδι” σας στο ραδιόφωνο.

Έπιασες την πρώτη νότα, οσμίστηκες τη συγκίνηση και τη νοσταλγία να έρχονται. Αλλά γελάστηκες. Δεν ήρθαν ποτέ. Αντίθετα, άπλωσες το χέρι κι έπιασες το χέρι του έpωτά σου. Και γέμισες αγαλλίαση που ήταν εκεί.

Γιατί κρατώντας τον ένιωσες πως δε σου έλειπε τίποτα άλλο. Κι εκεί τον κατάλαβες για αληθινό, για νικητή, για σωτήριο… Κατάλαβες πως ο αληθινός έpωτας δεν ουρλιάζει τον ερχομό του.

Έρχεται ταπεινά και σε γεμίζει. Δεν προειδοποεί, δεν τον καταλαβαίνεις. Μόνο κάποια στιγμή τραβιέται η κουρτίνα και βλέπεις την αλήθεια. Τη νιώθεις στην πληρότητα μέσα σου. Εκείνη τη στιγμή των αποκαλυπτηρίων ψάχνεις το απωθημένο σου και δεν το βρίσκεις. Κι εκείνο το κόκκινο του πάθους που σε έκαιγε το βρίσκεις ροζ, αχνό και ξεθωριασμένο, όπως ακριβώς και τα αισθήματά σου για εκείνον, τον πρώτο. Τότε συνειδητοποιείς και τη μεγάλη αλήθεια των ανθρώπων και των αισθημάτων τους. Δεν υπάρχει απωθημένο που να μην το σβήνει ο αληθινός έpωτας. Της Στεύης Τσούτση

Advertisement