«Ναι, από μάνα στάθηκα τυχερή» – μία κόρη εξομολογείται
Δεν ξέρω τι έχω κάνει για να αξίζω τέτοια μάνα.
Αλλά θυμάμαι σίγουρα τι έχω κάνει για να μην την αξίζω: άνοιξα τρύπες με το ψαλιδάκι των νυχιών στον ολοκαίνουργιο εμπριμέ καναπέ μας, πέταξα νευριασμένη στο πάτωμα το χριστουγεννιάτικο δώρο που μου πήρε (ήταν επιτραπέζιο κι εγώ περίμενα Bibi-Bo) και μια φορά είπα ένα μυστικό της, που μάλλον δεν έπρεπε, στην πεθερά της. Η μοναδική -φτηνή- δικαιολογία μου είναι ότι όλα τα παραπάνω συνέβησαν πριν κλείσω τα 11.
Δεν ξέρω τι έχω κάνει για να αξίζω τέτοια μάνα και αυτήν τη σκέψη την έκανα δυστυχώς για πρώτη φορά πολύ αργά, μόλις πρόσφατα, ένα βράδυ που γύρισα στο σπίτι μετά τη δουλειά και υπήρχε ζεστό φαγητό στην κατσαρόλα, σπιτικό κέικ στο τραπέζι και λουλούδια στο βάζο, ανεμώνες και κρινάκια που αγοράζει καμιά φορά από τα φανάρια. Είχε φύγει από το σπίτι μου λίγο πριν, δεν την πρόλαβα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο επιτόπου και να της πω ευχαριστώ για όλα αυτά αλλά μετά κάτι μου απέσπασε την προσοχή και δεν το έκανα, γιατί τέτοιος τύπος είμαι, και τελικά της τηλεφώνησα με ενοχές ώρες μετά, μπορεί και την επομένη, θα σας γελάσω. Το ζήτημα πάντως είναι ότι ακόμα και τώρα, που είμαι μια παντρεμένη γυναίκα με ένα μικρό παιδί, η μάνα μου εξακολουθεί να είναι ο άνθρωπος που κάνει περισσότερα για μένα απ’ ό,τι εγώ για εκείνη. Βασικά είναι ο άνθρωπος που σήμερα κάνει περισσότερα για μένα από κάθε άλλον. Εγώ, ο 37 ετών ενήλικας είμαι για εκείνη ακόμα «το κοριτσάκι» της, το «καημένο» που δουλεύει τόσο σκληρά, το «όμορφο», ακόμα και τις μέρες που αν με πετύχεις έξω από το σούπερ μάρκετ μπορεί κατά λάθος να μου δώσεις ψιλά για ελεημοσύνη. Είναι πάντα πρόθυμη να μπει στο αυτοκίνητό της και να οδηγήσει μισή ώρα από το σπίτι της ως το δικό μου, να με βοηθήσει πριν ακόμα της το ζητήσω, στην πρώτη δική μου υπόνοια ότι δεν προλαβαίνω να κάνω κάτι, χωρίς καμία απολύτως γκρίνια και χωρίς να περιμένει κανένα αντάλλαγμα. Σιγά την είδηση, θα μου πείτε, για όλες τις μάνες ισχύει αυτό, σωστά; Μπα, δεν θα το ‘λεγα.
Όταν είπα ότι θα γράψω ένα κομμάτι για τη μάνα μου οι περισσότεροι κούνησαν το κεφάλι με συγκατάβαση εννοώντας περίπου «άσε, είναι όλες τρελές» και «πέσ’ τα αλλά πρόσεξε μη δεν σου ξανακρατήσει ποτέ το παιδί». Και τότε κατάλαβα. Η τύχη μου είναι ότι πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι ακριβώς εννοούν τα άρθρα για «μητέρες ανταγωνιστικές και πώς να τις αντιμετωπίσεις», ότι ευτυχώς αδυνατούσα να χωνέψω την ύπαρξη τόσων και τόσων κινηματογραφικών και λογοτεχνικών γκραν γκινιόλ μαμάδων που δέρνουν τα παιδιά τους με συρμάτινες κρεμάστρες, όπως η Τζόαν Κρόφορντ τη μικρή κόρη της στο Μommie Dearest, την αμφιλεγόμενη βιογραφία-μπεστ-σέλερ που η υιοθετημένη Κριστίνα έγραψε για να ξεμπροστιάσει τη σταρ και μεταφέρθηκε στο σινεμά με τη Φέι Νταναγουέι, οπότε η σκηνή με την κρεμάστρα έγινε κλασική, βρίσκεις πια δεκάδες βερσιόν της στο youtube.
Η σχέση μαμάς-κόρης έχει αναλυθεί όσο δεν πάει άλλο, άνισα και σχεδόν πάντα από αυτήν τη σκοτεινή πλευρά. Η οποία όπως φαίνεται δεν είναι μύθος. Δουλεύοντας με γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια έχω γίνει μάρτυρας πολλών τηλεφωνημάτων μεταξύ μαμάδων και εργαζόμενων θυγατέρων που τερματίζονται συνήθως με φωνές που ακούει όλος ο όροφος, βουρκωμένα μάτια και νεύρα που ξεσπούν σε ένα ταλαίπωρο κινητό. Mάνες της διπλανής πόρτας με αδυναμίες, όχι απαραίτητα τόσο διπολικές όπως η Τζόαν Κρόφορντ αλλά, όσο να πεις, με μια εύκολη υστερία για το παραμικρό, ένα μικρό απωθημένο εδώ κι εκεί για όσα δεν έκαναν οι ίδιες που τις δηλητηριάζει για πάντα, μάνες νάρκισσους, μάνες που κριτικάρουν τον άνδρα σου ή τον τρόπο που μεγαλώνεις το παιδί σου, μάνες στην «κοσμάρα» τους τύπου Πασταφλόρα, μάνες σαν μικρά παιδιά. Νομίζω δεν χρειάζονται άλλες εξηγήσεις, όλοι έχουμε και από μία φίλη που σήμερα πλέον έχει γίνει η ίδια γονιός για τη μαμά της.
Ναι, από μάνα στάθηκα τυχερή. Διότι κοιτάζοντας μέχρι στιγμής πίσω, όχι μόνο είναι ο άνθρωπος που δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ, όχι μόνο με έχει καλύψει και ξελασπώσει κάθε, μα κάθε φορά που τη χρειάστηκα (είτε αυτό ήταν χρήματα τη στιγμή που τα καίγομαι, δανεικά και αγύριστα, είτε ένα σπίτι να μείνω για όσο θέλω όταν χωρίζω είτε ένα σωρό γραφειοκρατικά θελήματα και αγγαρείες) αλλά γιατί υπήρξε αυτό που στα μάτια των παιδιών οφείλει να είναι μια μάνα: πιο ώριμη από σένα. Μόνο πριν από δύο χρόνια, και για πρώτη φορά στην ιστορία, έγινα για μερικές ημέρες μαμά για τη μαμά μου. Την κράτησα στην αγκαλιά μου και την άφησα να κλάψει ενώ είχα παγώσει από ένα μείγμα φόβου και θλίψης για δύο λόγους ταυτόχρονα: ο πρώτος ήταν ο αβάσταχτος για όλους μας χαμός του συζύγου της. Ο δεύτερος ήταν ότι η μαμά μου έκλαιγε και αυτό το γεγονός από μόνο του με είχε παγώσει. Διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή εκπλήρωνε στο έπακρο αυτό που κάθε πλάσμα του πλανήτη περιμένει από τον άνθρωπο που το γέννησε: να το προστατεύσει. Κι εκείνη το έκανε, σ’ εμένα και στον αδελφό μου, σε όλη τη ζωή της με έμφυτο ταλέντο. Το έκανε όταν έπαιρναν διαζύγιο με τον πατέρα μας, το έκανε όταν είχε προβλήματα, το έκανε χαμογελώντας ακόμα και τις εκατοντάδες ώρες που πέρασε στο προσκέφαλο του δεύτερου άνδρα της που πάλευε τον καρκίνο σε νοσοκομεία στην Ελλάδα και στην Αμερική. Με προστάτευε από τις κακές ειδήσεις αντί να μου λέει τη σκληρή αλήθεια, ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι δεν τους επισκεπτόμουν συχνά (ξέρουμε και οι δύο πως δεν το έκανα όσο θα έπρεπε), ποτέ δεν έγινε μία από αυτές τις δυσάρεστες γυναίκες που μιλούν για αρρώστιες -ενώ έζησε τόσο πολύ μέσα σε αυτές. Έχασε νέα τη μητέρα της, πολύ πριν εγώ γεννηθώ, έχασε πρόωρα τη μοναδική αδελφή της. Και πάντα ρωτούσε τι κάνουμε εμείς. Πρώτα, πάντα, ήμαστε εμείς. Οι ρόλοι ήταν ξεκάθαροι. Εκείνη ήταν η δυνατή, η ψύχραιμη, η βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά. Εμείς μπορούσαμε να κάνουμε λάθη.
Ανθισμένες μανόλιες
Απ’ όλα τα προσόντα μιας μαμάς νομίζω ότι εκτιμώ περισσότερο αυτό, τώρα που κι εγώ έγινα μάνα. Γι’ αυτό δεν θα σταθώ στα τόσα άλλα, στα άπειρα γλυκά πράγματα που εκείνη κάνει τόσο τέλεια: τον τρόπο με τον οποίο κόβει μια ίσια, σωστού πάχους φλούδα από φρέσκο βούτυρο για να την τοποθετήσει -παρά αλείψει- πάνω σε ένα κομματάκι ψωμιού όπου μετά προσθέτει την ακριβή ποσότητα μελιού χωρίς να τα ανακατέψει καθόλου. Ούτε ότι κατέχει την τέχνη του σωστού στρωσίματος των κρεβατιών καλύτερα και από καμαριέρα του Four Seasons ή το savoir-vivre ενός δείπνου τριών πιάτων. Δεν θα περιγράψω όλες εκείνες τις άγραφες, εκατοντάδες λεπτομέρειες που σου μεταδίδει σιωπηλά η μάνα σου και που χρόνια αργότερα μεταμορφώνονται σε δικές σου πια ικανότητες. Δεν θα πω καν για την απέραντη φροντίδα, την καθημερινή τηλεφωνική επαφή, την παραδοχή μου πια ότι δεν θα καταφέρω να αγγίξω ποτέ το δικό της επίπεδο αγιοσύνης να μη λέω ποτέ κακίες για άλλους.
Φαντάζομαι βέβαια ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η μαμά μου με έκανε στα 25 και αν τη ρωτήσεις θα σου πει ότι το μυαλό της τότε ήταν μάλλον στις βόλτες παρά στα μωρά. Ήταν μια νέα, μοντέρνα κοπέλα με κοτλέ παντελόνια και ζιβάγκο και όμορφα σπαστά, καστανά μαλλιά. Μια εικόνα που όταν απέκτησα άποψη για τον κόσμο, εκεί γύρω στα 10, αποφάσισα ότι δεν εγκρίνω και τόσο, ότι θα προτιμούσα να φοράει ταγέρ, να μην έχει φίλες αριστερές φεμινίστριες που έρχονται σπίτι και καπνίζουν, απλώνουν τα πόδια τους στο τραπεζάκι μας και γράφουν λόγους για την Ένωση Γυναικών Αλεξανδρούπολης. Κάπου εκεί αποφάσισα ότι η μαμά δεν μπορεί να είναι κορίτσι, δεν μπορεί καν να είναι ωραία, πρέπει να είναι μια κυρία που μένει σπίτι και κάνει παρέα μόνο με άλλες τέτοιες κυρίες, μια λοβοτομημένη Stepford Wife, ναι αυτό θα ήταν τέλειο. «Γιατί δεν μπορείς να είσαι σαν τις άλλες μαμάδες στο σχολείο;» της είχα πει – και υπάρχουν μάρτυρες. Η ωριμότητά της, θέλω να ελπίζω, ήρθε με τα χρόνια. Όχι ότι έγινε ποτέ Stepford Wife, αλλά σίγουρα σήμερα έχει άλλη στωικότητα απ’ ό,τι στα 30. Τα κατάφερε: να μη χειροδικήσει ποτέ στα παιδιά της (νομίζω ότι μόνο μία φορά έφαγα ένα χαστούκι, ποιος ξέρει τι είχα ξεστομίσει), να μην τη δούμε έξαλλη, εκτός ελέγχου, με κατάθλιψη. Και όχι, ποτέ, μα ποτέ δεν υπήρξε το παραμικρό δείγμα ανταγωνισμού μεταξύ μας.
Μία αγάπη για πάντα
Η κόρη μου είναι το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ αλλά αν κρίνω από το πόσο εύκολα χάνω την υπομονή μου σε κάθε υστερία αυτού του νηπίου, από το πόσο θολώνω στη σκέψη και μόνο ότι θα έρθει η μέρα που θα βροντήξει την πόρτα του σπιτιού και θα το σκάσει με έναν τύπο που δεν της αξίζει, πολύ φοβάμαι ότι θα γίνω μια παρανοϊκή γυναίκα σαν την Ίντι Μπιλ, την τρελή θεία της Τζάκι Κένεντι που με ψυχολογικό πόλεμο κρατούσε έγκλειστη την κόρη της σε ένα χορταριασμένο σπίτι στα Χάμπτονς με 100 γάτες. Ή σαν τη γειτόνισσα μιας φίλης που υστεριάζει με το 16χρονο κορίτσι της πριν από κάθε έξοδο και για κάποιο λόγο εκεί δεν συμπάσχω με τη μητέρα αλλά με το παιδί. Ή, χειρότερα, σαν την Τζόαν Κρόφορντ που παραβγαίνει με το 10χρονο κοριτσάκι της στο κολύμπι, δεν υποκρίνεται ότι χάνει και όταν εκείνο λέει «μα, δεν είναι δίκαιο», του απαντάει «και ποιος σου είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη, χρυσό μου;»
Θα νιώσει ποτέ ευγνωμοσύνη το παιδί μου όπως νιώθω εγώ ή θα λέει ότι ήμουν κάποια μάλλον αναίσθητη που έλειπε όλη μέρα στο γραφείο και την έβλεπε δύο ώρες τη μέρα; Που κάθε Δευτέρα και Τετάρτη βράδυ δεν θυσίαζε το μάθημα χορού της; Που ήθελε να αποδείξει ότι μπορεί να τα κάνει όλα, και μητρότητα και facebook και twitter και καριέρα και αιώνια λιακάδα στη σχέση της; Μήπως τελικά η Τζόαν Κρόφορντ ήταν αθώο θύμα ενός υπερβολικά απαιτητικού κοριτσιού; Αναρωτιέμαι. Θα γίνω για την κόρη μου η μητέρα που είχα; Θα βάλω στην άκρη τις καθυστερημένες φιλοδοξίες μου, ζώντας σε μια εποχή όπου όλοι μας αναβάλλουμε την ενηλικίωση ως εκεί που δεν πάει άλλο; Θα προσπαθήσω σκληρά. Θα είναι το μοναδικό ίχνος ανταγωνισμού που θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει ανάμεσά μας. Το να τη φτάσω. Έχω διαβάσει πολλά άρθρα για υπέροχες μάνες που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, άρθρα γραμμένα από κόρες που μετάνιωσαν γιατί δεν πρόλαβαν να πουν ευχαριστώ όσο είχαν καιρό.
Υποθέτω πως εγώ είμαι τυχερή γιατί πρόλαβα. Προτείνω τώρα να πάτε να κάνετε κι εσείς το ίδιο.