Να προσέχεις τι σέβεσαι και τι καταδικάζεις.
Της Στεύης Τσούτση.
Σήμερα είναι η μέρα για την τρίτη ηλικία. Είναι η μέρα που μας θυμίζει το σεβασμό. Κι είχα, ομολογουμένως όλη την καλή διάθεση να γράψω όλα αυτά που συνηθίζονται μια τέτοια μέρα. Ήθελα να γράψω για εκείνους τους ανθρώπους που ζουν παραγκωνισμένοι από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Για εκείνους τους περαστικούς που δε σέβονται τα χρόνια τους στα μέσα μαζικής κυκλοφορίας και στις δημόσιες υπηρεσίες. Και πολλά ακόμη ήθελα να γράψω. Αλλά δε θέλω πια. Αλλά θέλω να μοιραστώ μαζί σας γιατί δε θέλω…
Σάββατο πρωί. Σήμερα συγκεκριμένα. Ένας ηλικιωμένος κύριος, δυστυχώς όχι τόσο μεγάλος για να δικαιολογείται, αρχίζει να κατηγορεί νεαρό ότι κάθεται και δε σηκώνεται για να καθίσει ο ίδιος. Να σημειωθεί πως το όλο παράπονο θα ήταν απόλυτα λογικό σε ένα γεμάτο τρένο. Όμως το βαγόνι ήταν σχεδόν άδειο καθώς η κίνηση τόσο πρωί Σαββάτου είναι πάντα πεσμένη. Πλήθος οι άδειες θέσεις γύρω από τον κύριο, αλλά εκείνος έκρινε ότι ήθελε τη θέση του νεαρού. Το παιδί σηκώθηκε, ζήτησε και συγνώμη -προφανώς τον έπιασε στον ύπνο, άλλωστε όλοι λίγο πολύ κοιμόμασταν όρθιοι εκείνη την ώρα- και του παραχώρησε τη θέση του. Ο ηλικιωμένος κύριος όμως δε σταμάτησε εκεί. Άρχισε να τον βρίζει, ξεσπώντας πάνω του για όλους τους νέους. Τους τεμπέληδες, τους αργόσχολους που γεμίζουν τις καφετέριες και ζουν καταχρηστικά. Έβριζε, έβριζε και το παιδί δεν του γύριζε κουβέντα. Μόνο κατέβηκε στον επόμενο σταθμό λέγοντάς του μια ευγενέστατη καλημέρα. Ήταν άραγε ο προορισμός του; Πήρε το επόμενο τρένο; Δεν έμαθα ποτέ.
Αυτό συνέβη σήμερα το πρωί. Κι ίσως να σκεφτείτε πως ο άνθρωπος ήταν απλά διαταραγμένος. Δε νομίζω όμως γιατί μετά έπιασε λογικότατη κουβέντα με μια κυρία δίπλα του, η οποία έδειχνε να συμφωνεί μαζί του. Όσο για μένα; Ντράπηκα. Ντράπηκα που δεν άνοιξα το στόμα μου να του απαντήσω όπως έπρεπε. Να του πω πως οι καφετέριες δεν ανοίγουν τόσο πρωί – όχι τουλάχιστον αυτές που απασχολούν αργόσχολους-. Για δουλειά πήγαινε το έρμο το παιδί, το μαρτυρούσε η αμφίεσή του. Μόνο που βρέθηκε κάποιος που με τα άπειρα κλισέ του, του έφτιαξε τη μέρα. Ντράπηκα που δεν υπερασπίστηκα αυτόν κι άλλους σαν εκείνο κι μένα μαζί.
Όλους εκείνους τους νέους που έφαγαν χρόνια στα θρανία, έφεραν διακρίσεις, υποτροφίες, περγαμηνές και δε δίστασαν ούτε μια στιγμή να τα αφήσουν όλα στα κάδρα και να δουλέψουν σε κάτι άσχετο από αυτό που σπούδασαν. Όλους εκείνους που είναι δικηγόροι, μηχανικοί, φιλόλογοι και για να μη βαρύνουν κανέναν μοιράζουν φυλλάδια, δουλεύουν ταξί, διδάσκουν εκείνα που κάποτε ήταν τα χόμπι τους. Εκείνοι οι νέοι αγαπητέ κύριε, θα τρέξουν σε δέκα δουλειές σε μαύρη εργασία και δεν πρόκειται να πάρουν σύνταξη ποτέ. Κι όμως, όλοι λένε για τις γεμάτες καφετέριες. Λες και η μόνη νεολαία είναι αυτή που πίνει καφέ. Πόση γενίκευση πια να χωρέσει ένας νους με παρωπίδες; Δε λέω ότι αυτός ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει την τρίτη ηλικία. Δεν αντιπροσωπεύουν όμως και οι αργόσχολοι τη νέα γενιά. Παντού υπάρχουν όλα. Παντού τα πάντα. Το θέμα είναι να ξέρουμε τι σεβόμαστε και τι καταδικάζουμε. Κυρίως, όμως, να ξέρουμε να κρίνουμε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για κάθε μέρα.