Μην απαρνιέσαι τον εαυτό σου. Να σε αγαπάς.
Της Στεύης Τσούτση.
Κάθισες ποτέ να μετρήσεις τα “πρέπει” με τα οποία μεγάλωσες; Αναρωτήθηκες πόσα ήταν αυτά τα μπαγκάζια που σου φόρτωσαν στην πλάτη χωρίς καν να το καταλάβεις; Και πόσα ακόμη συνειδητά φορτώθηκες μόνη σου στην προσπάθεια σου να είσαι όπως πρέπει; Να το πάλι το “πρέπει”. Σε κάθε βήμα, κάθε στιγμή, κάθε ανάσα σου. Πρέπει να είσαι καλό κορίτσι και να ακούς τους γονείς σου, εκείνοι ξέρουν. Πρέπει να είσαι καλή μαθήτρια και να ακούς τους δασκάλους σου, εκείνοι ξέρουν. Πρέπει να είσαι καλή υπάλληλος και να ακούς τα αφεντικά σου, εκείνα ξέρουν. Πρέπει να είσαι καλή σύντροφος και μάνα και να ακούς τον άντρας σου. Κι εκείνος ξέρει.Όλοι ξέρουν, εκτός από σένα. Εσένα που γνωρίζεις καλύτερα από όλους ποιο είναι το καλό σου. Ποιο είναι αυτό που σε κάνει ευτυχισμένη.Τους το χάρισες το χαμόγελό σου.
Τους χάρισες και τη ζωή σου. Σαν να μη σε ένοιαζε. Σαν να ήταν δανεικά κι όχι δικά σου. Κι απόμεινες να υπακούς στα “πρέπει”. “Πρέπει” που διώχνεις κι εκείνα επίμονα γυρίζουν. Σφυροκοπούν το κεφάλι σου και δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Στέκεις στον καθρέφτη κι αναμετριέσαι με το μέσα και το έξω σου.Ζαρώνεις τη μύτη. Συμβιβασμός σου μυρίζει… Δικός σου… Να μπορούσες μια στιγμή, μια τοσοδούλα απειροελάχιστη στιγμή, να απαρνηθείς τα φτιασίδια σου. Να δεις, έστω εσύ, στο είδωλο σου αυτό που θέλεις πραγματικά να είσαι. Αυτό που με κόπο αρνήθηκες.Πάντα για τους άλλους. Ποτέ για σένα. Μη δαγκωνεσαι. Μη σφίγγεις τα χέρια. Μη γέρνεις το κορμί. Μόνη σου τα κατάφερες έτσι. Γιατί δε θέλησες ποτέ να λυπήσεις κανέναν. Γιατί αγαπούσες τους ανθρώπους σου κι ήθελες να σε καμαρώνουν.
Γιατί δεν ήθελες ποτέ να έχει κανείς να πει κάτι κακό για σένα.Έδιωξες τα χρώματα σου κι υιοθέτησες εκείνο το γκρίζο, το μουντό το χρώμα του συμβιβασμού. Έγινες η κόρη, η αδερφή, η φίλη, η συνάδελφος, η σύντροφος, η μάνα. Χίλιους ρόλους δουλεμένους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Μόνο που ξέχασες να γίνεις εσύ…Το λες ζωή. Αλλά δεν είναι… Δεν είσαι εσύ. Δεν είναι τα θέλω, τα όνειρα κι οι ελπίδες σου αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη. Δεν είναι καν το πρόσωπό σου αυτό. Ξύλινο προσωπείο και χέρια μπλεγμένα με σκοινιά.Μαριονέτα. Με μια ψεύτικη αίσθηση ελευθερίας, πως δηλαδή είσαι εσύ που κινείς τα νήματα σου. Και το κάνεις.
Μα στα παραγγέλματα των άλλων.Από φόβο ή αγάπη σε απαρνήθηκες; Καλά καλά ούτε εσύ ξέρεις να πεις. Ξέρεις μόνο πως δε θέλησες ποτέ να απογοητεύσεις κανέναν. Γιατί τους αγαπάς τους ανθρώπους σου και θέλεις να σε αγαπούν κι αυτοί. Γι’ αυτό κι έγινες όπως τους αρέσει.Μα εσένα; Σε αγάπησες ποτέ; Σε κλείδωσες σε ένα μπαούλο και παρέδωσες καλή τη πίστη το κλειδί.Τον εαυτό σου πρέπει να τον αγαπάς, μάτια μου. Κατάλαβε το. Πίστεψε σε εκείνον. Στη δύναμη που έχει η αυθεντικότητα στον άνθρωπο.
Μην απαρνιέσαι αυτό που θέλεις να είσαι. Υπερασπίσου το. Κι αν το δεχτούν, το δέχτηκαν. Αν όχι, τότε εκείνοι το δρόμο τους κι εσύ το δικό σου. Τον από επιλογή κι όχι εξαναγκασμό δικό σου. Να σε αγαπάς. Γιατί κανείς δεν πρόκειται να βρεθεί να το κάνει τόσο φανατικά όπως εσύ. Και να σε φροντίζεις.Αυτό είναι το χρέος σου, αυτό και το ταξίδι σου… ο εαυτός σου…