Μια φορά ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της.
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της. Επιτακτική, βυθισμένη στη λύπη της. Με μοναδικό χόμπι να ελέγχει ζωές και να αποφασίζει για τα πάντα. Μια μάνα που απαιτούσε τη συγνώμη, ακόμα κι όταν έφταιγε.
Μια φορά, ήταν μια μάνα που μεγάλωσε ένα παιδί θλιμμένο. Που αποζητούσε μανιασμένο την αγάπη. Που δινόταν. Που χαριζόταν ολάκερο στον κάθε άνθρωπο που νόμιζε ότι του προσέφερε το παραμικρό από τα στερημένα του συναισθήματα.
Από εκείνα που δικαιούνταν, εκείνα που του στέρησε η ζωή.
Μια φορά ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της. Κι αυτό το παιδί μεγάλωσε. Και στον απολογισμό του, κατάλαβε την εξάρτηση που του είχε προκαλέσει η μάνα του. Εκείνη τη μάνα που για μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσε να κερδίσει.
Που προσπαθούσε να αποσπάσει μια θετική κουβέντα. Πίστευε πως η αποδοχή της θα γιάτρευε όλες του τις πληγές. Ότι θα ήταν λύτρωση. Μα δεν την κέρδισε ποτέ…. Γιατί αυτή η μάνα, συνέχιζε να το επικρίνει, συνέχισε να το μειώνει, γιατί τελικά μόνο αυτό ήξερε να κάνει…
Αυτό το παιδί προσπάθησε να σπάσει την αλυσίδα που λειτουργούσε σα φαύλος κύκλος με τη σκληρή και αλύγιστη μάνα του. Προσπάθησε να πετάξει από πάνω του τις φοβίες, τα ενοχικά και την κοινωνιότροπη συμπεριφορά, που το είχε μάθει να ζει. Πάλεψε πολύ μέσα από ψυχοθεραπεία για να βελτιώσει τον εαυτό του. Για να αποδεχτεί ότι ο τρόπος που δρούσε ως τώρα είναι λάθος. Ότι είναι γεμάτο παιδόμορφες συμπεριφορές. Πέρασαν χρόνια για να μη το αγγίζουν οι φαρμακερές κουβέντες που του έλεγε η μάνα του. Ήταν άπειρες οι μέρες που μουρμούραγε από μέσα του «μη δίνεις σημασία, μην αντιδράσεις, μη στενοχωριέσαι, δεν ισχύει τίποτα από αυτά», την ώρα που το έβριζε και το μείωνε.
Ώσπου τελικά, την έβγαλε από πάνω του σα μπλουζάκι. Και το ως τώρα παιδί, έφυγε μακριά της. Την ξέγραψε. Γιατί όπως φαίνεται το αίμα γίνεται νερό. Γιατί τελικά διαλέγουμε το συγγενή όπως και το φίλο.
Στην αρχή η μάνα ένιωσε ότι ησύχασε, ότι δεν έχασε δα και κανένα σημαντικό πρόσωπο… Και ο καιρός περνούσε και από τον εγωισμό της έριχνε ευθύνες στο παιδί της, για το πόσο κακό ήταν που τη ξέγραψε. Έλεγε σε όλο τον κόσμο για το πόσες θυσίες είχε κάνει για να το μεγαλώσει κι εκείνο άπονα στο τέλος τη παράτησε. «Κάνε παιδιά να δεις καλό», έλεγε… « βασανίζεσαι να τα μεγαλώσεις και εκείνα σε παρατάνε»… Εκθείαζε τον εαυτό της χωρίς να αναγνωρίζει καμία ευθύνη για το πόσο πόνο είχε προκαλέσει σε αυτό το παιδί αν τα χρόνια. Και ο καιρός περνούσε κι άλλο… ώσπου η μοναξιά της την τρόμαζε. Έφτασε η μέρα που μετάνιωσε για τον τρόπο που του φέρθηκε. Για τα λόγια που ξεστόμισε.
Το παιδί της έκανε οικογένεια, έκανε παιδιά. Βρήκε ένα σύντροφο που του χάρισε όλα όσα στερήθηκε και ήταν ευτυχισμένο. Η μάνα του, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για εκείνο. Το δίδαξε το πώς να ΜΗ μεγαλώσει τα παιδιά του.
Η μάνα, κατέληξε μόνη. Δεν ένιωσε ποτέ τη χαρά να μεγαλώσει κοντά στα εγγόνια της. Κοντά σε μια οικογένεια.
Συνέχισε να ασχολείται και να ελέγχει τις ζωές των άλλων, γιατί μέσα από αυτό ένιωθε δυνατή. Ασχολούνταν με οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να μην αντικρίζει τη δική της αλήθεια. Γέμιζε τη ζωή της με κουτσομπολιά και κοίταζε πάντα γύρω της με καχυποψία και πονηριά, νομίζοντας ότι όλοι θέλουν να της κάνουν κακό. Δεν πλησίασε ποτέ το παιδί της. Πίστευε ότι έπρεπε να το κάνει εκείνο. Ώσπου μια μέρα, βυθίστηκε στη μελαγχολία και τη δυστυχία της…
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της…
Της Μαρίας Χαρίτου.