Μεγαλώσαμε με γονείς που έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά – και δεν πάθαμε τίποτα
Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός. Επτά μήνες τον χρόνο δεν τον βλέπαμε. Η μητέρα μου νοσοκόμα, έλειπε πολύ από το σπίτι. Μέχρι την Δευτέρα δημοτικού μας κρατούσε η γιαγιά και όλα ήταν μέλι γάλα. Μας ετοίμαζε το πρωινό, μας πήγαινε στο σχολείο και κάθε μεσημέρι μας περίμενε ένα ζεστό πιάτο σπιτικό φαγητό που μάλιστα είχαμε κάνει παραγγελία. Η μάνα μου κάλυπτε την απουσία της τα βράδια όταν γυρνούσε. Έβρισκε πάντα το κουράγιο να παίξει μαζί μας, να ασχοληθεί και να μας βάλει στα κρεβάτια μας με αγκαλιές και νανουρίσματα.
Τα Σαββατοκύριακα όταν δεν είχε βάρδια μας πήγαινε περιπάτους, σινεμά και βόλτες και όταν επέστρεφε ο μπαμπάς για λίγο, έκανε ό,τι μπορούσε για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Υπήρχε, και ακόμα δηλαδή, τόση αγάπη που δεν νιώσαμε ποτέ παρατημένοι και μόνοι. Δε νιώσαμε εγκαταλελειμμένοι ούτε όταν πέθανε η γιαγιά και βρεθήκαμε δυο μόνα παιδιά στο σπίτι, εγώ τότε Τρίτη Δημοτικού και ο αδερφός μου Δευτέρα.
Όταν χάσαμε τη γιαγιά το πλήγμα ήταν τεράστιο. Εκτός του ότι ήταν σαν δεύτερη μάνα μας, εμφανίστηκε μπροστά μας ένα πρακτικό πρόβλημα. Η μητέρα μου, θυμάμαι, ότι σκεφτόταν να αφήσει τη δουλειά της γιατί για χρήματα για νταντά ούτε λόγος. Αν συνέβαινε αυτό θα είχαμε πραγματικό οικονομικό πρόβλημα καθώς τα χρήματα του πατέρα, που ήταν μεν ικανοποιητικά εξυπηρετούσαν ένα στεγαστικό δάνειο οπότε δεν έμεναν και πάρα πολλά.
Μία εβδομάδα μετά τον θάνατο της γιαγιάς, η μητέρα μου μας κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Μας είχε φτιάξει μακαρόνια με κιμά, το αγαπημένο μας, και εκεί ένιωσα ότι θέλει να μας «γλυκάνει» για κάτι πικρό ή δύσκολο που θα ακολουθούσε. «Ακούστε», μας είπε. «Βασανίστηκα πολύ αυτές τις μέρες για το αν πρέπει να σας αφήσω μόνους σας ή όχι, ή αν θα είναι καλύτερα να εγκαταλείψω τη δουλειά μου. Συζήτησα με τον μπαμπά και πιστεύουμε ότι είστε αρκετά μεγάλοι για να μπορέσετε να μείνετε μόνοι σας μέχρι αργά το απόγευμα. Όμως πριν αποφασίσω οτιδήποτε θέλω να μου πείτε – και εδώ κοίταξε εμένα που ήμουν η μεγαλύτερη – αν το βρίσκετε δύσκολο ή όχι».
Δεν θα πω ψέματα, ήθελα να βάλω τα κλάματα, να της πω, να αφήσεις τη δουλειά σου και να κάτσεις μαζί μας, αλλά ήξερα πόσο μας αγαπά η μάνα μας, το ένιωθα στον αέρα, γιατί σε αυτές τις ηλικίες αυτά τα πράγματα τα ξέρεις χωρίς να ξέρεις πως, και καταλάβαινα ότι η δουλειά αυτή ήταν αναγκαία για όλους μας.
Μια νέα καθημερινότητα ξεκίνησε για μένα και τον αδερφό μου. Το πρωινά, η μαμά είχε φύγει, αλλά μας είχε έτοιμο αποβραδίς το πρωινό μας, και τα σάντουτις που θα παίρναμε στο σχολείο.Σηκωνόμασταν ντυνόμασταν – πάνε οι φωνές, γιαγιάααα που είναι τα παπούτσια μου, που είναι η μπλούζα μου, που είναι τα βιβλία μου – παίρναμε το πρωινό μας και φεύγαμε. Τις πρώτες μέρες αργούσαμε πάντα, μετά όμως βρήκαμε τους ρυθμούς μας. Βάζαμε δυο ξυπνητήρια, πεταγόμασταν από το κρεβάτι, εκεί που για να ξυπνήσουμε έπρεπε να μας ικετεύει η γιαγιά – είχαμε φτιάξει τα ρούχα μας και τη τσάντα μας από το βράδυ, τρώγαμε το πρωινό μας, παίρναμε το έτοιμο της μαμάς για το σχολείο και φεύγαμε. Ακουμπούσα τα κλειδιά μου πάντα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, εγώ που πετούσα τα πράγματά μου από δω κι από κει, για να μην τα ξεχάσω. Μάλιστα είχα φτιάξει μια αλυσίδα, τα είχα κρεμάσει εκεί και τα έβαζα μέσα απο τα ρούχα μου για να μην τα χάσω.
Τα μεσημέρια επιστρέφαμε, τρώγαμε το φαγητό που είχε πάντα έτοιμο μαγειρεμένο η μαμά από το βράδυ και με τον αδερφό μου πλέναμε τα πιάτα, καθαρίζαμε το τραπέζι, δουλειές που ούτε είχαμε ξανακάνει ποτέ, γιατί δεν είχε χρειαστεί. Μιλούσαμε με τη μαμά στο τηλέφωνο ότι φτάσαμε και καθόμασταν να διαβάσουμε μόνοι μας και όταν τελειώναμε χαλαρώναμε και την περιμέναμε. Θυμάμαι ότι της ζεσταίναμε και το φαγητό λίγο πριν φτάσει στο σπίτι για να τα βρει όλα έτοιμα. Πλύναμε ρούχα μόνοι μας, που τα χρειαζόμασταν επειγόντως την επόμενη μέρα, σιδερώσαμε, μια φορά κάψαμε το φαγητό στο ζέσταμα και μαγειρέψαμε μακαρόνια – δεν τρωγόντουσαν βέβαια – αλλά γελάσαμε τόσο πολύ και σεβαστήκαμε τον κόπο της μάνας μας,τον βιώσαμε στο πετσί μας και αν και τόσο μικροί την καταλάβαμε απόλυτα.
Κάπως έτσι κύλησε ο χρόνος και πλέον αυτό το πρόγραμμα, αυτή η ζωή, έγινε το αυτονόητό μας. Τώρα που τα σκέφτομαι, δεν ζήσαμε κανένα δράμα. Η φροντίδα της μάνας ήταν πανταχού παρούσα ακόμα και όταν έλειπε. Όσο για μας, μεγαλώσαμε πιο γρήγορα, χωρίς όμως να χάσουμε την παιδικότητά μας. Γίναμε, όμως πιο υπεύθυνοι, πιο αυτάρκεις, μάθαμε να στεκόμαστε στα πόδια μας, να μην τα περιμένουμε όλα από τους άλλους, να αυτοεξυπηρετούμαστε. Αυτή η ανεξαρτησία έγινε ένα πολύτιμο εργαλείο που μας ακολούθησε στη ζωή μας. Ο αδερφός μου, σπούδασε, βρήκε δουλειά και έμεινε μόνος του. Πραγματικά ήμουν υπερήφανη γι αυτόν. Ήταν από τους λίγους που δεν ερχόταν στο σπίτι με σακούλες σκουπιδιών γεμάτες άπλυτα για τη «δούλα», ούτε περίμενε τα τάπερ. Ερχόταν μόνο για να δει τη μητέρα μου, και όχι για ντάντεμα. Όσο για μένα, έφυγα για τη σχολή μου στην επαρχία και το να μένω μόνη μου και να κρατάω ένα σπίτι, ήταν περίπατος.
Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, οι γονείς μας, και κυρίως η μητέρα μας, γιατί εκείνη ήταν εδώ, μας χάρισαν ποιοτικό χρόνο. Μας έδωσαν αγάπη με το τσουβάλι, αγάπη που περνούσε από τα σύρματα των τηλεφώνων, από την παραμικρή λέξη, από το έτοιμο φαγητό στο τραπέζι από το προηγούμενο βράδυ. Και κάθε βράδυ που επέστρεφε, όπως και κάθε φορά που γυρνούσε ο πατέρας μου από κάποιο ταξίδι, ήταν σαν να μην είχαν λείψει από κοντά μας ούτε μια ώρα. Κι αυτό, να το και το άλλο κλισέ, είναι αξία ανεκτίμητη.