«Μ’αρέσουν οι άνθρωποι που αλητεύουν ωραία στη ζωή.»
Αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι αυτούς που νυχθημερόν φοράνε ένα καλογυαλισμένο, ατσαλάκωτο εαυτό με τη μόνιμα παγωμένη κύρτωση χειλιών που ονομάζουν χαμόγελο.
Δεν μου αρέσει το είδος ανθρώπου που κρύβεται πίσω από αυστηρά κοστούμια και γυαλιστερά αυτοκίνητα, φαντεζί φορέματα και πέρλες της κακιάς ώρας. Με απωθεί οτιδήποτε δήθεν ψευτοκουλτουριάρικο θεωρείται δείγμα επιπέδου, πνευματικότητας ή στυλ.
Αντίθετα, μου αρέσουν οι άνθρωποι που αλητεύουν ωραία στη ζωή. Που τσαλακώνονται, που είναι χαλαροί, που φλερτάρουν μαζί της όποτε βρουν ευκαιρία.
Αυτοί που δεν αναλώνονται στα «καθώς πρέπει» και βουτάνε στα «καθώς θέλω» τους, που τα χέρια τους μπορεί να έχουν αποκτήσει κάλους από τις αμέτρητες φορές που έχουν πάρει την πέτρα και την έχουν στύψει όσες φορές κι αν απογοητεύτηκαν, που κάνουν κουπί με κάθε καιρό.
Τους ξεχωρίζεις μέσα στο πλήθος. Έχουν μια λάμψη στο βλέμμα. Ένα χαμόγελο καθαρό. Αν είσαι παρατηρητικός μπορεί φευγαλέα να τους δεις να κλείνουν πονηρά το μάτι στη ζωή και τους εραστές της. Γνωρίζονται μεταξύ τους οι ωραίοι αλήτες της ζωής. Πετούν σπίθες ακόμη κι όταν κάθονται. Είναι έτοιμοι να ξεχυθούν σε ότι τους κεντρίσει το ενδιαφέρον χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν αγχώνονται με τα δάχτυλα που επιδεικτικά κουνιούνται μπροστά τους και τονίζουν τα comme il faut και τις ευεργετικές ιδιότητές τους. Προτιμούν να νιώσουν το νερό της βροχής να κυλά πάνω τους κι ας βραχούν μέχρι το κόκκαλο, να νιώσουν τον ήλιο να ζεσταίνει φλέβες τους ακόμη κι υπάρχει η πιθανότητα να καούν, να ζήσουν όπως γουστάρουν οι ίδιοι κι όχι όπως τους επιβάλλουν οι άλλοι.
Η μόνη ίσως εξάρτησή τους είναι συνήθως η επιθυμία τους να βουτούν με πάθος σε ό,τι κάνουν. Αγαπούν την ακίνδυνη τρέλα. Αυτή που σε ωθεί να ζεις αλητεύοντας στους δρόμους της ζωής.
Είναι πολυπράγμονα όντα οι αλήτες της. Είναι λάτρεις της σταθερότητας της αστάθειας. Να μην παίρνουν δηλαδή τίποτα και κανέναν δεδομένο. Να αντιμετωπίζουν την κάθε μέρα και την κάθε ευκαιρία με την ίδια θέληση και αποφασιστικότητα να την κάνουν δική τους. Πατάνε το γκάζι. Χέρια σταθερά στο τιμόνι με προορισμό το ωραίο πολλά υποσχόμενο άγνωστο.
Γιατί συνηθίζουν να βλέπουν την ζωή όμορφη, τρελά όμορφη και χώνονται σε έναν αγώνα να την νιώσουν να τους κατακλύζει. Να την αφήσουν να τους διδάξει, να τους πληγώσει, να τους ανεβάσει.
Δεν επιλέγουν ότι τους πασάρει ο καθένας που δηλώνει ειδικός επί παντός, το σίγουρο, την ασφαλή επιλογή, την περπατημένη. Διαλέγουν να εξερευνήσουν, να βιώσουν και μετά να διαλέξουν διαδρομή.
Ξέρουν πως μπορεί οι κανόνες να βοηθούν να αποφύγεις κακοτοπιές αλλά πως ο καθένας, επίσης, πρέπει να τους ανακαλύψει μόνος του. Η γνώση μεταβιβάζεται, η πείρα όμως όχι. Και αυτοί οι ωραίοι τύποι θέλουν να γνωρίζουν που πατάνε. Γι’ αυτό αλητεύουν σε γωνιές, λεωφόρους, στενά σοκάκια, παντού. Γυρίζουν τη ζωή ανάποδα.
Τους αρέσει το ταξίδι, όχι ο προορισμός. Καλωσορίζουν τα GPS, τους χάρτες, τις συμβουλές αλλά ακούνε πρώτα από όλα το ένστικτό. Ξέρουν πως εκείνο σπανίως κάνει λάθος. Δεν θρηνούν πάνω από συντρίμμια και λάθος επιλογές. Ξέρουν πως ότι χάνεται, φεύγει για πάντα. Το παρελθόν δεν ξαναζωντανεύει, τα λάθη δεν διορθώνονται κι έτσι πάνε παρακάτω.
Δεν φοβούνται τόσο τον θάνατο, όσο την πιθανότητα να περνά η ζωή χωρίς να την ζουν. Αυτή είναι για εκείνους η αληθινή τραγωδία. Αυτόν τον τρόπο ξέρουν.
Μου αρέσουν αυτού του είδους οι αλήτες γιατί είναι αληθινοί άνθρωποι. Δεν κλείνουν την πόρτα στους άλλους. Κάνουν το φθηνότερο και ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, προσφέρουν ένα κομμάτι του εαυτού τους.
Πριν τους κρίνεις, επικρίνεις ή κατακρίνεις, πριν βγάλεις συμπεράσματα για τη στάση ζωής τους, τι λες; Είσαι για μια αλητεία;