Καζαντζάκης: «Οι πιο καλοί πεινούν κι αδικιούνται, οι πιο κακοί τρων και πίνουν και κυβερνούν»
«Άτιμος είναι ο κόσμος τούτος Αγά μου, άδικος τιποτένιος. Οι πιο καλοί πεινούν κι αδικιούνται, οι πιο κακοί τρων και πίνουν και κυβερνούν, χωρίς πίστη, χωρίς ντροπή, χωρίς αγάπη. Δεν μπορεί πια το άδικο να βαστάξει! Θα βγω στους γύρω δρόμους, θα σταθώ στις πλατείες, θα ανέβω στις στέγες και θα φωνάξω: Ελάτε όλοι οι
πεινασμένοι κι οι αδικημένοι κι οι τίμιοι να σμίξουμε, να βάλουμε φωτιά, να καθαρίσει η γης από δεσποτάδες κι αφεντάδες κι αγάδες.…Θά θελα Αγά μου, νάχα τη δύναμη να σηκωθώ , να κηρύξω σε όλο τον κόσμο επανάσταση. Να ξεσηκώσω όλους τους ανθρώπους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, να γίνουμε ένας στρατός της πείνας παντοδύναμος και να μπούμε στις μεγάλες σαπισμένες πολιτείες και στα άτιμα παλάτια και στα ξετσίπωτα σεράγια της Πόλης και να βάλουμε φωτιά!»
Νίκος Καζαντζάκης, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»
Στη Λυκόβρυση, ένα χωριό τής Ανατολίας, ένα παμπάλαιο έθιμο απαιτεί από τους κατοίκους να αναβιώσουν το Πάθος τού Χριστού κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η άφιξη μιας ομάδας Ελλήνων, κυνηγημένων από τους Τούρκους, μοιράζει τη Λυκόβρυση στα δύο: ενώ ο ιερέας και οι προύχοντες αποδιώχνουν τους απόκληρους, εκείνοι που υποδύονται τους Αποστόλους και τον Χριστό προσπαθούν να τους βοηθήσουν. Μια άγρια πάλη αρχίζει να εξελίσσεται ανάμεσα στους πρόσφυγες, που έχουν εξαγριωθεί από την μακρά λιμοκτονία, και τους κατοίκους τού χωριού.
Το κλασικό και πάντα διαχρονικό βιβλίο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ζιλ Ντασέν, το 1957, σκηνοθετώντας με τρόπο ανάγλυφο το θέατρο του παραλόγου που στήθηκε στο φτωχικό ορεινό χωριό της Μικράς Ασίας.
Στο έργο του ο Καζαντζάκης κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικά μεταφορικό μυθιστόρημα που πηγάζει από την περιγραφή των Παθών του Θεανθρώπου. Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται αποτελεί μια ιστορία με επικά και ρεαλιστικά στοιχεία το σύμβολο του ανθρώπου που καταδιώκεται και βασανίζεται, που θυσιάζεται και αγωνίζεται υπέρ του Ανθρώπου και της Ελευθερίας: τα Θεανθρώπινα Πάθη του Χριστού προσωποποιούνται μυθιστορηματικά στο πρόσωπο ενός νέου αγνού αγράμματου βοσκόπουλου, ο οποίος κατορθώνει με ασκητική αγιότητα να προβάλει την έννοια της ανθρωπιάς και της θυσίας ως σύμβολα διαρκούς δράσης και αέναης αναζήτησης.
Πρόκειται για ένα υπέροχο μυθιστόρημα με πολλά μηνύματα:
Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!
Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις.
Σαν το κρασί ’ναι κι ο Χριστός. Όμοια ανοίγει κι αυτός την καρδιά των ανθρώπων και μπαίνει ο κόσμος όλος. Όμοια θ’ ανοίξει και την Παράδεισο να μπουν οι αμαρτωλοί.
Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας. Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός
Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!
Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος.
Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…
Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.
Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.
Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.
Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός
Θεριό ’ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις…
Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
Εύκολο να θυσιάσεις στο Θεό το τίποτα, δύσκολο να θυσιάσεις τα πάντα.