Connect with us

Η σχέση ορμονών και κατάθλιψης έχει επισημανθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η αύξηση ή μείωση συγκεκριμένων ορμονών μπορεί να επηρεάσει τη φυσική χημεία του εγκεφάλου και να οδηγήσει στην κατάθλιψη.

Οι ενδείξεις για συμμετοχή ορμονικών παραγόντων στην παθογένεση τηςκατάθλιψης προκύπτουν από διαπιστώσεις, όπως ότι πολλές ορμονικές διαταραχές συνοδεύονται από κατάθλιψη με συχνότητα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη (π.χ. υποθυρεοειδισμός, νόσος Cushing, νόσος Addison).

Επίσης, ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν πριν την έμμηνο ρύση, μετά την εμμηνόπαυση και κατά την λοχεία, συχνά συνοδεύονται από κατάθλιψη. Όλες αυτές είναι περίοδοι κατά τις οποίες μειώνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων.

Τα οιστρογόνα είναι οι γεννητικές θηλυκές ορμόνες και επηρεάζουν σχεδόν τα πάντα, από την σεξουαλική επιθυμία μέχρι την μνήμη, μεταβάλλοντας την δραστηριότητα των νευροδιαβιβαστών. Τα τελευταία χρόνια έρευνες έχουν εστιάσει και στην αντίστοιχη αρσενική γεννητική ορμόνη (τεστοστερόνη) και την σχέση της με την κατάθλιψη, ειδικά στους άντρες μετά τα 40. Τα επίπεδα της τεστοστερόνης φτάνουν στο απόγειο τους στην ηλικία των 20 ετών και στη συνέχεια αρχίζουν να μειώνονται σταδιακά.

Η μείωση γίνεται πιο έντονη μετά τα 50. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για την σχέση επιπέδων τεστοστερόνης καικατάθλιψης σε ορισμένους άντρες.

Σε γενικές γραμμές, παρόλο που κάποια σύνδεση ανάμεσα στις γεννητικές ορμόνες και την κατάθλιψη θεωρείται σίγουρη, δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή.

Η σχέση ορμονών και κατάθλιψης έχει επισημανθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η αύξηση ή μείωση συγκεκριμένων ορμονών μπορεί να επηρεάσει τη φυσική χημεία του εγκεφάλου και να οδηγήσει στην κατάθλιψη.

Οι ενδείξεις για συμμετοχή ορμονικών παραγόντων στην παθογένεση τηςκατάθλιψης προκύπτουν από διαπιστώσεις, όπως ότι πολλές ορμονικές διαταραχές συνοδεύονται από κατάθλιψη με συχνότητα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη (π.χ. υποθυρεοειδισμός, νόσος Cushing, νόσος Addison).

Επίσης, ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν πριν την έμμηνο ρύση, μετά την εμμηνόπαυση και κατά την λοχεία, συχνά συνοδεύονται από κατάθλιψη. Όλες αυτές είναι περίοδοι κατά τις οποίες μειώνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων. Τα οιστρογόνα είναι οι γεννητικές θηλυκές ορμόνες και επηρεάζουν σχεδόν τα πάντα, από την σεξουαλική επιθυμία μέχρι την μνήμη, μεταβάλλοντας την δραστηριότητα των νευροδιαβιβαστών.

Τα τελευταία χρόνια έρευνες έχουν εστιάσει και στην αντίστοιχη αρσενική γεννητική ορμόνη (τεστοστερόνη) και την σχέση της με την κατάθλιψη, ειδικά στους άντρες μετά τα 40. Τα επίπεδα της τεστοστερόνης φτάνουν στο απόγειο τους στην ηλικία των 20 ετών και στη συνέχεια αρχίζουν να μειώνονται σταδιακά.

Η μείωση γίνεται πιο έντονη μετά τα 50. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για την σχέση επιπέδων τεστοστερόνης καικατάθλιψης σε ορισμένους άντρες.

Σε γενικές γραμμές, παρόλο που κάποια σύνδεση ανάμεσα στις γεννητικές ορμόνες και την κατάθλιψη θεωρείται σίγουρη, δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή.

Τέλος, διερευνάται η σχέση της κατάθλιψης με τις “ορμόνες του στρες” (κορτιζόλη και άλλες). Ενδέχεται τα άτομα με κατάθλιψη να έχουν αυξημένη δραστηριότητα στο ορμονικό σύστημα που ρυθμίζει την αντίδραση του σώματος στο στρες. Η αύξηση της κορτιζόλης και των άλλων ορμονών του στρες (ειδικά κατά το χρόνιο στρες ή ένα επεισόδιο έντονου στρες) ίσως επηρεάζει τη φυσική χημεία του εγκεφάλου αυξάνοντας τον κίνδυνο κατάθλιψης. Βέβαια, τέτοιες συνδέσεις έχουν βρεθεί και με άλλες ψυχιατρικές παθήσεις και όχι μόνο με την κατάθλιψη.

Ελληνική Εταιρεία Διαταραχών Διάθεσης ΜΑΖΙ

Advertisement