Δεν είναι κατάρα η μοναξιά. Να την αγαπάς και μη στραβώνεις
Ο Blaise Pascal κάποτε είπε ότι «όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας πηγάζουν από την ανικανότητα του ανθρώπου να καθίσει ήσυχα σε ένα δωμάτιο μόνος του».
Η μοναξιά είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Όταν το έχεις στα χέρια σου μην παίζεις κορώνα ή γράμματα, σπαταλώντας την ώρα σου και αφήνοντας την τύχη σου στον αέρα. Φρόντισε να βρεις την σωστή πλευρά, έτσι θα την επιλέξεις εσύ και δεν θα σε βρει εκείνη απροετοίμαστο. Δεν είναι κατάρα φίλε μου η μοναξιά και μη στραβώνεις. Μη ξινίζεις τα μούτρα σου στο άκουσμα της, έχει αξία ανεκτίμητη η μοναξιά μη την αδικείς. Δοκιμασία είναι και μάλιστα για λίγους, οι πολλοί δεν την αντέχουν. Αλλά ξέρεις τι λένε, τα δύσκολα είναι για τους δυνατούς και οι πραγματικά δυνατοί είναι λίγοι.
Οι πολλοί διαλέγουν τις παρέες, τις μεγάλες παρέες. Αυτές που δεν ξέρεις ποιανού γνωστός είναι ο διπλανός σου και τι σχέση μπορεί να έχει με τον απέναντι, γιατί ούτε αυτόν τον έχεις ξαναδεί. Αυτοί οι άνθρωποι περνάνε ώρες σε μεγάλα τραπέζια, σε σπίτια που δεν είναι δικά τους, με ανθρώπους που για να πάνε για τσιγάρα στο περίπτερο του κυρ Γιώργου στην γωνία θέλουν συνοδεία. Οι πολλοί, φεύγουν με παρέα και ποτέ δεν περπατάνε μόνοι. Στο άγγιγμα της μοναξιάς τρέμουν, το βάζουν στα πόδια και μπαίνουν σε μαγαζιά γεμάτα με κόσμο. Μα το κενό μάτια μου δεν γεμίζει έτσι εύκολα όσους καφέδες κι αν κανονίσεις μέσα σε ένα βράδυ.
Όσο γι αυτούς που επιλέγουν να φτιάχνουν τη δική τους μοναξιά, μη τους λυπάσαι. Γι αυτούς δεν είναι μαρτύριο, ούτε κενό, είναι λύτρωση. Αυτοί είναι οι λίγοι, οι πραγματικά δυνατοί. Αυτοί που αντέχουν να στήσουν το εγώ τους στο τοίχο και να το αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο. Που δε φοβούνται τα μελαγχολικά τραγούδια, αντίθετα τα απολαμβάνουν με λίγο κρασί, αλλά χωρίς ούτε ένα δάκρυ. Χωρίς να αισθάνονται μόνοι. Πηγαίνουν βόλτα χωρίς να χρειάζονται κάποιον να περπατήσει πλάι τους και χαμογελάνε ο ένας στον άλλον όταν συναντιούνται τυχαία. Δεν είναι τρελοί, μην γελάς. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν καλύτερο φίλο τον εαυτό τους και φροντίζουν να μη τον παραμελούν. Επιλέγουν ένα βράδυ στο σαλόνι τους χωρίς κόσμο, χωρίς ανθρώπους τριγύρω που τους ακουμπούν χωρίς όμως να τους αγγίζουν.
Αυτοί οι άνθρωποι στα δύσκολα δε χρειάζονται δεκανίκια για να μοιράσουν το βάρος τους, ξέρουν να το σηκώνουν και να πορεύονται περήφανοι, μόνοι, δυνατοί, ανεξάρτητοι, αλώβητοι. Δεν έχουν ανάγκη κοσμοπλημμύρα για να περάσουν καλά κι όταν τους συναντήσεις θα τους καταλάβεις. Διόλου δεν τους ενδιαφέρει αν το μέρος που θα πάνε είναι πνιγμένο από κόσμο κάθε βράδυ. Αν είναι Δευτέρα και οι δρόμοι είναι άδειοι ή αν είναι Σάββατο και γίνεται χαμός. Μιλούν χαμηλόφωνα, δεν έχουν την ανάγκη βλέπεις να τραβούν τα βλέμματα. Γελούν αληθινά και δυνατά, γιατί γελούν με την ψυχή τους. Μια ψυχή καθαρή που ξέρει καλά την αξία της και δεν χαρίζεται εύκολα δεξιά και αριστερά, ούτε αναλώνεται με φθηνό αντίτιμο.
Αν καταφέρεις να κερδίσεις έναν άνθρωπο που αγαπάει τη μοναξιά του, μη κάνεις το λάθος και τον αφήσεις να φύγει. Μη τον βάλεις στο ίδιο τσουβάλι με τους άλλους. Γιατί ακριβώς την έχει κάνει δική του και δε του την επέβαλε κανείς και έτσι έκανε δικό του κι εσένα. Για να σε επέλεξε ήρθε για να μείνει και πίστεψέ με έχει να σου προσφέρει πολλά. Πρώτα απ΄ όλα θα σου μάθει να αγαπάς και να φροντίζεις τον εαυτό σου. Δεν εννοώ την εικόνα σου επιφανειακέ ανθρωπάκο, εννοώ το μέσα σου, αυτό που δεν φαίνεται στον καθρέφτη. Όλα αυτά που φοβάσαι να σκαλίζεις γιατί αν η πληγή ματώσει, αιμορραγεί και πονάει. Θα σου διδάξει να γιατρεύεις τις πληγές σου με αξιοπρέπεια, να λες «έκανα λάθος» και να το λες περήφανα.
Ένας άνθρωπος που αγαπάει την μοναξιά του μπορεί να σου προσφέρει την πιο ουσιώδη συζήτηση της ζωής σου απλώς κοιτώντας σε στα μάτια. Δε θα φλυαρεί συχνά, αλλά όταν το κάνει μη τον διακόψεις. Αυτός ο άνθρωπος μιλά πολύ μονάχα στον εαυτό του και για να σε έχει απέναντι του, έχεις γίνει πλέον κομμάτι της ψυχής του. Ή μάλλον καλύτερα, η ψυχή του σου ανήκει. Δώσ’ του λοιπόν κι εσύ την δική σου και αφέσου στα χέρια του, σου υπόσχομαι ότι την επόμενη φορά που θα περάσεις το βράδυ στον καναπέ σου δε θα αρχίσεις τα τηλέφωνα.
Γράφει η Ξένια Μωυσίδου