Ήρθες και μου έδειξες με πόσα λίγα ζούσα μέχρι χθες.
Της Στεύης Τσούτση.
Γυρίζω πλευρό και είσαι εκεί. Όπως πάντα είσαι. Στριμώχνομαι πάνω στην πλάτη σου κι απλώνω το χέρι να σε αγκαλιάσω. Κοιμάσαι βαθιά, ακούω την ανάσα σου. Κι όμως, μέσα στον ύπνο σου τραβάς το χέρι μου, με φέρνεις ακόμη πιο κοντά και με κρατάς εκεί. Χαμογελώ μες τα σκοτάδια. Χαμογελώ όπως το κάνω μέρες και μέρες, σε ανύποπτους χρόνους και στιγμές. Κάθομαι και μετρώ τις ανάσες σου. Κάθε μια και μια μνήμη. Κάθε μια και μια σου κίνηση. Με γεμίζεις. Ολοένα γεμίζεις το μέσα μου κενό κι είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία που με κάνει να καταλαβαίνω πόσο άδεια ήμουν πριν έρθεις… Άδεια και μόνη. Μόνη και άδεια. Κι ολότελα ολιγαρκής. Βλέπεις τόσα και τόσα χρόνια που έκανες αγάπη μου να έρθεις, ζούσα με το τίποτα.
Απόρουχα αγάπης, ξεσκισμένα και χιλιομπαλωμένα φορούσα. Κι έλεγα πως τούτα μπορούσαν να ζεστάνουν την παγωνιά μου. Κι ήταν φορές που το πίστευα όντως πως τούτα τα κουρέλια που μου πούλησαν για ποιότητας, αρκούσαν για να ζω.Αλλά νόμιζα πως ζούσα. Κι ύστερα ήρθες εσύ. Και κατάλαβα πόσα ψέματα έλεγα στον εαυτό μου για να μην τρελαθώ από την απουσία όσων ζητούσα. Μόνο που εσύ ήρθες με την αλήθεια σου και τα σκόρπισες τα ψέματα. Φώτισες τη ζωή μου κι έδιωξες την παγωνιά. Σκέφτομαι και γελώ. Μα δε μιλώ. Ίσως είμαι προληπτική αλλά δε θέλω να σε μαγαρίσω σε ξένα στόματα. Δε θέλω κανείς να ξέρει την ευτυχία μας. Δε θέλω κανείς να μάθει πως σε βρήκα, εσένα που έψαχνα τόσο πολύ. Γιατί φοβάμαι πως θα ξυπνήσω μια μέρα και θα τουρτουρίζω από την παγωνιά.
Τα άκρα μου θα έχουν πληγιάσει από το κρύο και η καρδιά μου μόλις και μετά βίας θα χτυπά. Τρέμω μην ξυπνήσω και μου πουν πως δεν υπήρξες. Τρέμω μήπως και μάθω πως ήσουν απλά αποκύημα της απεγνωσμένης μου επιθυμίας για αγάπη.Αυτό ζήτησα. Μιαν αγάπη αυθεντική και ειλικρινή. Με έναν άνθρωπο που θα με καταλαβαίνει όσο κανείς και θα με προσέχει. Όπως κι εγώ θα προσέχω αυτόν. Και πήρε πολλά πρόσωπα ο δαίμονας που με ξεγέλασε. Πήρε ταυτότητες ανθρώπων που δεν έπρεπε να γνωρίσω. Πήρε πρόσωπα που ξεγέλασαν την αγάπη μου και με απέλπισαν. Γι’αυτό και δε σε περίμενα. Κι όμως ήρθες. Ήρθες και δεν τσιγουνεύτηκες τα αισθήματα. Μήτε μέτρησες ποτέ την έννοια, τη στοργή, την αγάπη. Ήρθες και μου έδωσες τα πάντα σου. Κι άλλα τόσα έδωσα κι εγώ. Κι είναι τώρα που σκέφτομαι πόσα άλλαξαν, πόσα έφυγαν και πόσα ήρθαν και χαμογελώ. Μάθημα ζωής κάθε στιγμή στον έpωτα.
Μάθημα οι εκπτώσεις, οι πληγές, οι απογοητεύσεις. Μάθημα κι εσύ. Γιατί μου έδειξες πως όλα μπορούν να αλλάξουν σαν έρθει η ώρα τους. Όλα αλλάζουν σαν οι καρδιές μένουν ανοιχτές ακόμη κι αν έπαψαν να περιμένουν. Αρκεί μονάχα μια στιγμή κι όλα γίνονται αλλιώς. Εγώ έγινα αλλιώς κι ας μην το ομολογώ για να μην το γρουσουζέψω.Το ίδιο εύχομαι και για όλους τους ανθρώπους που αρκέστηκαν για χρόνια στα λίγα. Τους εύχομαι να αξιωθούν το πολύ εκείνο που θα έρθει να τους δείξει την αλήθεια του, την ακαταμάχητη εκείνη αλήθεια στην οποία δεν αντιστάθηκε ποτέ κανείς.