«Γράμμα στη γιαγιά μου, τον μόνο άνθρωπο που με κατάλαβε»
Το να προσπαθήσεις να χωνέψεις ότι κάποιος που αγαπάς δεν υπάρχει πια, είναι πιο δύσκολο κι από την είδηση του θανάτου του.
Η συνειδητοποίηση της μη αναστρέψιμης ανυπαρξίας του μπορεί να σε χτυπήσει σαν κεραυνός έναν, δυο, πέντε, εκατό μήνες μετά τον θάνατό του. Η γυναίκα που έγραψε το παρακάτω κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο από τον Guardian, λαχτάρισε να κάνει μια μεγάλη κουβέντα με τη γιαγιά της –το μόνο άνθρωπο που ένιωσε πραγματικά κοντά της. Δείτε τι της έγραψε.
«Θυμάμαι να κάνω μια μεγάλη, μεταμεσονύκτια βόλτα λίγους μήνες αφού πέθανες, όταν μια σκέψη έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Περπατούσα στη γέφυρα που χώριζε το διαμέρισμά μου απ’ τον οίκο ευγηρίας που έμενες και σκέφτηκα: “Ποτέ δεν θα με δεις πραγματικά εpωτευμένη”.
Τότε, νόμιζα πως ήμουν. Και ίσως ήμουν. Τα αισθήματά μου για έναν μη διαθέσιμο άντρα, δεν έμοιαζαν με τίποτα απ’ ό,τι είχα νιώσει ως τότε. Δεν ήξερα πώς να απαλλαχτώ απ’ τις σκέψεις μου για εκείνον, αλλά δεν ήθελα να είμαι και μαζί του. Κι έτσι, όλες μου οι σχέσεις πλήττονταν.
Χρόνια πριν, εγώ κι εσύ ζήσαμε μαζί ένα καλοκαίρι στο σπίτι σου. Σε φρόντιζα, όσο το Alzheimer χειροτέρευε και ήμουν μεταξύ σπιτιού, εξετάσεων και… χαμού! Καθίσαμε και κάναμε μια απ’ αυτές τις μεγάλες, ράθυμες κουβέντες που αγαπούσες. Ήσουν πάντα ένας «παραμυθάς» με φυσικό ταλέντο. Οι λέξεις δεν έβγαιναν πια τόσο αβίαστα, όμως μιλούσες. Αγαπούσα να σ’ ακούω να μιλάς.
Μου είπες ότι ανησυχούσες για ‘μένα. Κάποιοι άνθρωποι έλκονται εκ φύσεως από τον γάμο και την οικογένεια. Εγώ όχι. Ήξερα ακριβώς τι εννοούσες και είχες δίκιο. Όλο το πλαίσιο σκέψεων που με είχε συντροφεύσει στη ζωή μου, είχε κάνει κάπως δύσκολο να μάθω πώς να αφήσω κάποιον να μπει σ’ αυτήν.
Παρά το ότι εσύ αγάπησες και νοιάστηκες για πολλούς ανθρώπους στη ζωή σου, πάντα ένιωθα ότι καταλάβαινες αυτή μου την τάση για μοναξιά. Ίσως αυτός να είναι κι ένας απ’ τους λόγους που ο δεσμός μας ήταν πάντα τόσο στενός και ισχυρός.
Εκείνη την μέρα μου μίλησες για πρώτη φορά, για τον πρώτο σου έpωτα, τον άντρα που δεν ήταν ο παππούς μου, που ήταν στη ζωή σου πριν απ’ αυτόν, τον άντρα απ’ τον οποίο ο πόλεμος κι ο θάνατος και οι συνθήκες σε χώρισαν. Μίλησες γι” αυτόν τον έpωτα με τα μάτια σου να λάμπουν. Τότε, ρώτησα αυτό που φοβόμουν να ρωτήσω νωρίτερα: “Τον εpωτεύτηκες τον παππού;”.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή σου: “Έpωτας είναι οι πράξεις σου”. Αυτό που έμαθα από ‘σένα, είναι ότι ο έpωτας δεν είναι ένα μόνο πράγμα. Ένας τεράστιος έpωτας δεν χρειάζεται να σε ισοπεδώσει και να σε καταπιεί -εσένα και την ικανότητά σου να αγαπήσεις. Η ζωή εξελίσσεται και ο τρόπος που αγαπάμε εξελίσσεται μαζί της. Η ικανότητά μας να αγαπάμε ποτέ δεν αλλάζει, απλώς πρέπει να βρούμε αυτή την ικανότητα ακόμα κι αν χρειαστεί να ψάξουμε βαθιά μέσα μας. Εκεί κρύβεται το μυστικό της ευτυχίας, που μας συντροφεύει στους πιο δύσκολους καιρούς.
Θέλω να ξέρεις, ότι μπορεί να μου πήρε κάποιο καιρό, αλλά η σχέση μου με την αγάπη έγινε δυνατότερη. Η σχέση που είχα με εκείνον τον άντρα κατέρρευσε, όπως και η δουλειά μου και σχεδόν οτιδήποτε άλλο. Ταξίδεψα μόνη για μερικούς μήνες και πήρα τις αποστάσεις μου από τους έpωτες.
Έκανα πολλά πράγματα που δεν είχα ξανακάνει. Γιόγκα, διαλογισμό, λιγότερες σκέψεις για το τι θα έπρεπε να είχα κάνει και περισσότερες για το τι πρέπει να κάνω. Διασκέδασα, συνδέθηκα με ανθρώπους ευγενικούς κι ενδιαφέροντες που επανέφεραν την αγάπη μου για τη ζωή.
Είναι απίστευτο το ποιος άνθρωπος μπορεί να σε μαγνητίσει, όταν γίνεσαι πιο καλός απέναντι στον εαυτό σου. Κι εγώ έγινα. Συνέβη μια βδομάδα πριν την προγραμματισμένη πτήση της επιστροφής. Τα μονοπάτια μας συναντήθηκαν στον κήπο ενός ξενώνα και τα κομμάτια του παζλ, έμοιαζαν να είναι ήδη στη σωστή θέση. Ήταν εύκολο, ακόμη κι όταν ήταν δύσκολο. Είχαμε δομικές διαφορές, εντελώς άλλο παρελθόν και προερχόμασταν από διαφορετικές περιοχές του πλανήτη. Αποφασίσαμε όμως να κάνουμε τις επιλογές που θα μας επέτρεπαν να μείνουμε μαζί και να δώσουμε μια ευκαιρία στα πράγματα.
Έξι χρόνια αργότερα, έχουμε ταξιδέψει μακριά, έχουμε σκάψει βαθιά, έχουμε πολεμήσει με πολλούς από τους δαίμονες τους δικούς μας κι αυτούς που δημιουργήσαμε μαζί. Και τα κάναμε όλα αυτά ξέροντας πώς είναι να εμπιστεύεσαι και να αγαπάς χωρίς ανταλλάγματα. Γιατί αυτή είναι η αγάπη που διαλέγω. Κόντρα στα προγνωστικά.
Τώρα, είμαι 42 χρονών. Έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τότε που πέθανες. Έχω ακριβώς την ίδια γκρίζα τούφα με ‘σένα στην αριστερή πλευρά των μαλλιών μου, αυτή που θαύμαζα όταν ήμουν μικρή. Όσοι δεν με βλέπουν συχνά, επισημαίνουν τις ομοιότητές μας.
Σ’ ευχαριστώ πολύ που μ’ αγάπησες και που μου κρατούσες πάντα το χέρι στο ταξίδι αναζήτησης της αληθινής αγάπης.»