Εκείνοι που συλλογιούνταν την αγάπη με το κεφάλι μες στα χέρια
Αχ , τι βαρύ έγκλημα έκανα να μην πω πως σ’ αγαπούσα πολύ, πολύ, όσο δε λέγεται, όσο δε γράφεται,όσο δεν αντέχεται.Τότε μπορεί και να μην έφευγες. Μα μήπως έγινε; Μήπως στο είπα έτσι δυνατά, σπαραχτικά,όπως το’θελα και δε γνώρισα τα λόγια μου; Μα τόσο μπερδεμένο πράμα λοιπόν είναι η αγάπη που να μην μπορέσει ένα φτωχό πλάσμα να ξεδιαλύνει τα λόγια του; Και τόσο απέραντος είναι ο κόσμος που να μη σε βρίσκω; Και τώρα που όλοι έφυγαν, όλα έγιναν μισητά,σε ποιον ν’απλώσω τα χέρια μου; Σε ποιον; Σε ποιον να πω σώσε με! Τώρα που χάνομαι…που βουλιάζω…που βουλιάζω…»
Αν μ’ αγαπούσες δε θα μου το’ λεγες. Αν η γνωριμία μας είχε και την παραμικρή σχέση με την αγάπη δε θα μιλούσαμε τώρα τόσην ώρα για αγάπη. Θα κάναμε αγάπη. Μετρώ τις μέρες που λείπει και σαστίζω πώς τα καταφέρνω κι έχω τα φρένα μου ακόμα δικά μου; Τη ζωή μου την έκαψα όλη κι αν λυπάμαι είναι γιατί δε μου μένει άλλο τίποτα να κάψω. Δε θέλω να μ’αγαπά. Δε θέλω ούτε καν να μου επιτρέψει να την αγαπώ. Θέλω να ζήσει. Και το θέλω τόσο πολύ, που δεν μπορεί, θα ζήσει! Ήθελα τώρα να’ βρισκα κείνη την κοπέλα που μ’αγαπάει. Έλα δω βρε μικρό μου, να της πω…
Ποιον πας κι αγαπάς; Νομίζεις πως είμαι ευτυχισμένος πάνω σ’αυτά τα Μετέωρα; Θα προτιμούσα να ήμουν στο υπόγειο, φτάνει να περνά κάποια και να μου λέει «καλημέρα», κι ας ήταν σκοτεινή η μέρα, κι ας ήταν ο δρόμος γεμάτος λάσπη και βούρκο. Θα ήθελα να’χα μια δουλίτσα, μια σιγουριά στη ζωή, κι ας ήταν η σιγουριά του σπουργίτη.Γιατί είμαστε έτσι Θόδωρε;…Γιατί είμαστε έτσι; Έψαξες να το βρεις; Σε κανέναν άλλο δε στάθηκα έτσι να μιλήσω…
Ένα ρουμάνι γεμάτο τσακάλια είν’ο κόσμος. Και σεβάζουν με το στανιό να είσαι ευτυχισμένος. Είσαι; Όμορφη είναι η αγάπη, το καταλαβαίνω. Και η ζωή πιο όμορφη. Διψώ… Διψώ πολύ… Ευχαριστώ για την παρηγοριά σου. Κάνεις τώρα πως δεν καταλαβαίνεις… Ελεημοσύνη την καρδιά της η γυναίκα δεν τη δίνει ποτέ. Μα κι αν βρισκόταν καμιά τέτοια γυναίκα δε θα ήμουνα εγώ ο ζητιάνος. Κατάλαβες; Δε θέλω να σηκώσω τα μάτια μου σε καμιά, και προτιμώ να περιμένω. Οι εpωτευμένοι; Άσ’ τους αυτούς. Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα από έpωτα. Αυτοί μόνο να νιώθουνε ξέρουν. Εξηγήσεις δεν μπορούν να σου δώσουνε. Για τον εαυτό μου ξέρω καλά τούτο : Ότι δεν έκλεψα, δεν απάτησα, δεν έκανα κακό σε κανέναν.
Ότι ούτε πρόσβαλα άνθρωπο. Τώρα εσείς με λέτε «ρεμάλι», και μου μιλάτε για «συμμορίες»επειδή μια βραδιά με βρήκατε αποκοιμισμένον σ’ένα παγκάκι. Κρατήστε την ιδέα που’χετε για μένα και προσθέστε κι όσα άλλα επίθετα θέλετε. Δε με αφορούν… Εγώ, ναι, φυσικά , είχα δώσει μιαν υπόσχεση. Μα η καρδιά είχε τη δική της υπόσχεση. Μείνε λοιπόν στη μέση του δρόμου… Μα οι δρόμοι δε φέρνουν ποτέ μόνοι τους αυτούς που περιμένουμε… Ακούστε, της είπα με όλη μου την ειλικρίνεια. Αν δε βρω κείνην που ζητώ, τότε θα πει πως κάνω λάθος, πως κάνει λάθος και κείνη, κι αυτός που την αγαπά. Αν δεν τη βρω λοιπόν θα πει πως εκείνη δεν υπάρχει. Μείνετε λίγο. Το ξέρω ότι δεν είμαι εγώ. Κι ούτε έχω κανέναν που να με ζητάει. Μα πείτε μου , δεν είναι άδικο να μη σε ζητάει ποτέ, κανένας;
Καθυστερήστε λίγο από κει που θέλετε να πάτε, και κρατήστε μου λίγη συντροφιά, δε θα είμαι πολύ δυσάρεστη. Αρρωστήσατε ποτέ; Μόνο τότε θα μπορέσετε να με καταλάβετε. Άρρωστη και μόνη. Κείνοι που συλλογιούνταν με το κεφάλι μες στα χέρια, κείνοι που μετρούσαν λυπημένα το δρόμο, κείνοι που δάγκωναν με σφιγμένα δόντια τις βρισιές ,κείνοι ήταν πάντα οι περισσότεροι. Κι ήταν πιο αληθινοί, και πιο δικοί μου. Είναι τώρα τόσα χρόνια που ζω σ’ αυτή τη γελαστή πόλη μα εγώ δεν εγέλασα ακόμη ούτε μια φορά. Γιατί;… Δεν το ξέρω. Ίσως γιατί συνήθισα, το καθετί να το μπολιάζω με τα πάθη μου.
Σε κάθε ομορφιά να χύνω το σαράκι που θα με κάψει. Είμαι εγωιστής; Τη ζωή τη δέρνει ένας μεγάλος γενικός καημός. Η κρίση. Κρίση του ψωμιού, του γέλιου. Κι εγώ κυνηγώ μιαν αγάπη. Πώς πρέπει να το πεις αυτό; Δεν είναι μια ασυγχώρετη απαρνησιά; Την κάλεσα για ν’ακούσω τη φωνή της και δεν ήρθε. Δε θέλησε να κάνει ούτε δυο βήματα. Καιγόμουν όλος και δε θέλησε να σβήσει τη φωτιά μου ούτε και φτύνοντας πάνω της. Κι εγώ τώρα πια δεν την αγαπώ! Θα κοιτάξω να κάνω αλλιώτικα τη ζωή μου, χωρίς την αγάπη της. Κι ύστερα γιατί την κάναμε την αγάπη σκοπό της ζωής μας; Δεν είναι χοντροκομμένος εγωκεντρισμός αυτός; Καλά,η αγάπη είναι η ευτυχία μας. Και η ευτυχία των άλλων τι γίνεται. Κι ύστερα μόνο η αγάπη είναι ευτυχία;
Όταν πεινούν, όταν ιδρώνουν, όταν στενάζουνε οι άνθρωποι; Μπορεί η αγάπη να τους θρέψει, να τους ντύσει, να τους λυτρώσει; Ναι, αν έχεις ένα σκοπό και θέλεις να τον φτάσεις, χεροπιασμένος με την αγάπη, θα τον φτάσεις ευκολότερα. Μα αν η ευτυχία σου είναι όλο όλο αυτό, το χεροκράτημα, τότε είσαι ένας πελαγωμένος άνθρωπος που έκανε σκοπό το μέσον—κι είσαι μονάδα μισερή και άχρηστη. Είμαστε εμείς οι δυο μοναχά τώρα. Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει.Λέμε ‘γέφυρα’ κι εννοούμε αγάπη. Λέμε ‘μεσημέρι’, λέμε ‘εφημερίδα’, ‘παιδί’, λέμε ‘θάλασσα’, εννοούμε αγάπη. Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Τα πουλιά και τα ελάφια… Κι εγώ τώρα ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι. Μα μια φορά ό,τι και να είμαστε ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη. Κι αν δεν είναι έτσι, τότε αυτό θα πει ότι αγάπη δεν υπάρχει, κι ότι χάσαμε το δρόμο.
Άρχισα να λέω κάτι. Δεν ήξερα αν τα ‘λεγα στον αέρα σ’εκείνην ή στη νύχτα. Αύριο φεύγω ,της είπα. Είναι η τελευταία φωνή μου αυτή που ακούτε. Η αγάπη αυτή ήταν μια απ’ τις πλάνες μου —τα λέω λίγο μπερδεμένα— μα ήταν μια απ’ τις πιο μεγάλες μου πλάνες. Δε φταίξατε σεις που δε μ’αγαπήσατε, φταίξατε που δε μου το ‘πατε απ’την αρχή. Ήταν τότε η φωτιά μικρή ακόμη και μπορούσα να τη σβήσω.
Όχι , δεν ακούω το «όχι» που μου λέτε. Θα προτιμούσα να κόψω τη γλώσσα μου στα δυο, παρά να πω μια λέξη που ήξερα απ’ την αρχή πως θα την αποκρούατε. Μα δε θα δώσω ποτέ την ευκαιρία στα μάτια μου να ντραπούν, γιατί δε θα σας ξαναδούν πια ποτέ τα μάτια μου! Λοιπόν…Ναι!..σας αγαπώ!..Αυτό ήθελα να πω.Και τώρα σας απαγορεύω να μιλήσετε,σας απαγορεύω να πείτε το παραμικρό! Κρατήστε και τα λουλούδια…και τα λόγια που θα λέγατε…και τα δάκρυα που θα χύνατε.Κρατήστε τα όλα.Και μη φωνάξετε ξοπίσω μου. Αντίο…για όλη τη ζωή… Είναι γιατί θέλω να μείνετε μακριά απ’το άστρο μου.Αυτό είναι όλο. Ναι. Μακριά απ ‘το άστρο μου, γιατί είναι σημαδεμένο. Η αγάπη αυτή ήταν μια απ’τις πλάνες μου – τα λέω λίγο μπερδεμένα – μα ήταν μια από τις πιο μεγάλες μου πλάνες.
Είχα ξεχάσει πως όλα ήταν για να τελειώσουν εκείνη τη νύχτα, την τελευταία μας. Πως ό,τι έσερνε μαζί της : άρωμα, μουσική, λόγια, κλάματα θα ‘μεναν εκεί, κοντά της. Κι ανάμεσά μας θα’μπαινε η θάλασσα, έτσι όπως μπαίνει το πριόνι ανάμεσα σε δυο αδερφωμένα κλαδιά. Γιατί ανακάλυψα ότι οι πληγές που μ’άνοιξε τότε, έκλεισαν απ’έξω, αλλά από μέσα ακόμα δουλεύουν… Από τον Μενέλαο Λουντέμη