Eκείνες οι γυναίκες με το μεγάλο χαμόγελο και την αδειανή καρδιά…
Της Στεύης Τσούτση.
Είναι κι εκείνες οι γυναίκες με το μεγάλο χαμόγελο και την αδειανή καρδιά…
Εκείνες που πάντα χαμογελούν κι αναζητούν εκείνον που θα μπει στην καρδιά τους και θα τη γεμίσει. Αν τις ρωτήσεις θα σου πουν ότι δε στάθηκαν και πολύ τυχερές στον έρωτα. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησαν. Κάθε άλλο. Πάλεψαν με όλες τις δυνάμεις τους για εκείνη την πολύτιμη τη συντροφικότητα που τόσοι τη ζήτησαν και τόσοι λίγοι κι εκλεκτοί την αξιώθηκαν.
Όχι. Πάλεψαν. Γνώρισαν, εμπιστεύτηκαν, ερωτεύτηκαν, έδωσαν, δόθηκαν. Και ήλπιζαν. Πάντα είχαν την ελπίδα ότι η ρουφιάνα η τύχη θα σταθεί μια φορά και με το μέρος τους. Αλλά εκείνη στάθηκε άπιστη. Μεγάλη η ποικιλία εκείνων των ανδρών που αποφάσισαν σε μια καμπή της ζωής τους να τους δώσουν λίγο ή και πολύ από τον εαυτό τους. Άνδρες άπιστοι, άνδρες ασταθείς, άνδρες ψεύτες, άνδρες φοβισμένοι, άνδρες δειλοί, άνδρες μεγαλόστομοι, άνδρες παιδιά. Τους φρόντισαν, τους νοιάστηκαν, τους έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν μέσα στην καρδιά τους. Τους έδωσαν το είναι τους. Κι ήρθε η στιγμή που χρειάστηκε να το πάρουν πίσω. Ήταν η στιγμή που η κουρτίνα τραβήχτηκε από τα μάτια τους κι είδαν την αλήθεια.
Είδαν πόσα πολλά έδιναν σε ανθρώπους λίγους. Άκουσαν το κρακ από τον εαυτό τους, άκουσαν τα κομμάτια τους να σωριάζονται στο πάτωμα. Οπισθοχώρηση. Ανέλαβαν να τα μαζέψουν, κι όμοια με παζλ, με το χρόνο, με πόνο, με απογοήτευση, να τα βάλουν στη θέση τους. Κάθε κομματάκι στη δική του θέση. Κι έτσι ξανασυναρμολόγησαν τον εαυτό τους και τον ετοίμασαν για την επόμενη προσπάθεια. Όχι ότι ήταν ίδιες. Απλά καμώθηκαν πως ήταν. Πως τα σημάδια, τα ραγίσματα, δεν υπήρχαν. Μήτε τρύπες υπήρχαν… Γιατί ό,τι κι αν ούρλιαζε μέσα τους, εκείνες ήθελαν να δώσουν αγάπη.
Γιατί αν δεν την έδιναν στον πολύτιμό τους, τι θα την έκαναν; Ξεχείλιζε από παντού, δεν ήταν για να την κρατήσουν… Αρκεί να έβρισκαν εκείνον τον πολύτιμο, εκείνο τον ένα.Κύκλος η ζωή και η εμπιστοσύνη ήρθε ξανά. Κι ο έρωτας πάλι. Και η απογοήτευση δεν άργησε να φανεί. Πάλι λάθος. Κι είναι οι στιγμές της μεγάλης απελπισίας που κάθονται και μετρούν τις αδυναμίες τους. Κάθονται και ψάχνουν τι στα κομμάτια κάνουν κάθε φορά λάθος και μένουν μόνες κι απογοητευμένες. Μόνες και πληγωμένες. Μόνες και προδομένες. Αν τις ρωτήσεις θα σου πουν ότι απλά δε στάθηκαν τυχερές. Δε θα κατηγορήσουν κανέναν. Δε θα ρίξουν το φταίξιμο σε άλλον παρά μόνο στην τύχη και στις ίδιες.
Λίγες νιώθουν. Ανεπαρκείς. Κι έτσι ο χρόνος περνά. Κι αυτές μεγαλώνουν. Και πορεύονται ελπίζοντας πάντα. Μετρούν τις χαρές, καταχωρούν τις λύπες και τις απογοητεύσεις. Τρώνε τα μούτρα τους και φτου από την αρχή. Γιατί κόντρα σε όλες τις ατυχίες εκείνες αντέχουν. Και πάντα θα αντέχουν να διεκδικούν τον έρωτα. Έναν έρωτα στα μέτρα τους, έναν έρωτα σωστό, που θα έρθει και δε θα πάρει λάφυρα φεύγοντας σαν τον κλέφτη. Έναν έρωτα που θα έρθει και θα μείνει… Πολλά ζητούν, το ξέρουν. Αλλά βαθιά μέσα τους νιώθουν πως αξίζουν και πολλά. Και δε θα κάνουν εκπτώσεις σε αυτό που περιμένουν.Καμία έκπτωση και για κανέναν. Ποτέ…