Εκείνα τα μηνύματα που δε στάλθηκαν ποτέ
Μηνύματα.
Μηνύματα μη απεσταλμένα.
Μηνύματα που γράφτηκαν και σβήστηκαν δίχως να έχουν την ευκαιρία να φτάσουν στον παρολίγον παραλήπτη.
Τι είναι αυτό άραγε που σου επιβάλλεται, τόσο ισχυρό να δένει τα δάχτυλά σου, να τα αγκυλώνει, να τα αφοπλίζει από κάθε κίνηση και ξαφνικά να αποκτούν διακοσμητικό χαρακτήρα;
Γιατί δεν πατάς το κουμπί της αποστολής; Γιατί το αποτύπωμα της σκέψης και των συναισθημάτων σου θάβεται στα διαγραμμένα ή στο φάκελο με τα πρόχειρα;
Ξέρεις πόσες φορές έγραψα και έσβησα; Στάθηκα ώρες να διαβάζω όσα ήθελα να βγάλω από μέσα μου, μια καλημέρα, ένα τι κάνεις, μου λείπεις, θέλω να σε δω;
Μπορεί και να σου αρκεί η προσπάθεια. Όταν γράφεις κάτι έστω και αν δεν φτάσει ποτέ στον προορισμό του αλαφρώνεις μέσα σου.
Τι θα άλλαζε όμως αν έστελνες όσα δε τολμάς να πεις;
Τι θα γινότανε αν έβαζες την παρόρμηση πάνω από την εγκράτεια και τη λογική;
Αν έβρισκες τη δύναμη να ξεπεράσεις τον φόβο σου για την αντίδραση, την όποια τυχόν απογοήτευση.
Καταδικάζεις τον εαυτό σου σε όσα μπορεί να διαχειριστεί. Πιστώνεσαι στη σιωπή.
Μα είναι και αυτές οι νύχτες που γράφεις μηνύματα και το όνομα του παραλήπτη φιγουράρει στην οθόνη σου σαν σταρ του σινεμά.
Φαντάζεσαι πως του μιλάς. Διαλέγεις τις λέξεις προσεκτικά, διπλοτσεκάρεις τα ορθογραφικά, επαναλαμβάνεις τις φράσεις να βγάζουν νόημα, το σβήνεις και το ξαναγράφεις απ’την αρχή.
Και την στιγμή που βάζεις τελεία δεν κάνεις την ανατροπή.
Πάντα πίστευα ότι αυτά που αισθάνεσαι πρέπει να τα βγάζεις από μέσα σου. Να τα ξερνάς, να ταξιδεύουν οι λέξεις γεμάτες συναίσθημα, να βρίσκουν να φωλιάσουν, να ζεστάνουν τον άνθρωπο.
Φτωχύναμε. Όχι από λέξεις, αλλά από θάρρος.
Θα άλλαζε άραγε τίποτα αν σου έλεγα τι νιώθω;
Τα καλά ή τα άσχημα, την αλήθεια μου όμως αναμφισβήτητα.
Χωρίς να με νοιάζει τι θα σκεφτείς, χωρίς να με ενδιαφέρει αν θα μου απαντήσεις.
Αυτή είναι η παγίδα. Να τι σε σκοτώνει. Η προσμονή, η αναμονή της απάντησης, η προσδοκία όχι μιας οποιασδήποτε αντίδρασης αλλά αυτής που θα ήθελες εσύ.
Πες μου πότε έγιναν τα πράγματα όπως ακριβώς τα θέλησες;
Και αυτό είναι που σε φοβίζει ακόμη περισσότερο.
Η πιθανότητα της απόρριψης, της σιωπής που δεν αντέχεις, της ψυχρής απάντησης.
Κοιτάς για λίγο την οθόνη… Όχι, το πήρες απόφαση, δε θα στείλεις. Αν ήθελε θα έστελνε. Τι δουλειά έχεις να ανοίξεις τα φύλλα σου σε ένα τραπέζι που ούτε το χρώμα της τσόχας ξέρεις καλά καλά.
Η τσόχα έχει δύο χρώματα. Κόκκινο και πράσινο. Μόνο που για να το μάθεις πρέπει να παίξεις.
Μηνύματα.
Μηνύματα χιλιογραμμένα. Μηνύματα που γράψαμε όλοι κάπου κοντά στο ξημέρωμα. Ίσως λίγο πριν το ξενέρωμα.
Δε θα κάνουν το ταξίδι. Κανένα ζευγάρι μάτια δε θα λάμψει στο άνοιγμα τους, κανένα πρόσωπο δε θα κάνει την παραμικρή σύσπαση.
Λένε πως στα μηνύματα που γράφτηκαν και δε στάλθηκαν κρύβονται οι μεγαλύτερες αλήθειες.
Μπορεί και να έχουν δίκιο. Μα την αλήθεια την έχεις για να τη μοιράζεσαι, την έχεις για να αναμετρηθείς με τα μικρά και ανούσια.
Αλήθεια έδωσες, αλήθεια θα λάβεις και μην τρομάζεις.
Τι έγινε αν δείξεις μια κάποια ευαισθησία; Αν νιώσεις ευάλωτος; Αν αφήσεις για λίγο στην άκρη τον εγωισμό σου να ανοίξει χώρος στο πλάνο να μπει και κανένας άλλος άνθρωπος;
Όμως οι προσωπικές μας άμυνες, αποκύημα των ιδρυματικών μας ανασφαλειών είναι μυστήριο πράγμα.
Ξέρεις, κανονικά δε θα έπρεπε να σε νοιάζει τόσο πολύ. Βασικά δε θα έπρεπε να σε νοιάζει καθόλου.
Τα γραπτά φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά.
Τα γραπτά ξεδιαλύνουν το νεφελώδες τοπίο έσω σου.
Τα γραπτά βάζουν σε τάξη την καρδιά σου και ας τρελαίνει το μυαλό σου.
Πατάω αποστολή… Το έλαβες το μήνυμα;