Connect with us

Αναξιοποίητο παραμένει το επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει η χώρα το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία. Αν και οι Έλληνες επιστήμονες ανήκουν στην «ελίτ» της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας -ενδεικτικό είναι ότι το 9% των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων κατατάσσεται μεταξύ αυτών με τις περισσότερες αναφορές παγκοσμίως- εντούτοις η γνώση που παράγουν δεν μεταφράζεται σε οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα.

Αντίθετα, μετατρέπεται σε επιχειρηματική δραστηριότητα σε άλλες χώρες, φιλικότερες προς την έρευνα και το επιχειρείν, όπου οι Έλληνες υποχρεώνονται να μεταναστεύουν κατά χιλιάδες τα τελευταία χρόνια.

Ποιες είναι οι αδυναμίες του ελληνικού «συστήματος καινοτομίας» και πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να κρατήσει και να αξιοποιήσει αυτό το δυναμικό; Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να απαντήσει έρευνα που διενήργησε το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Econ Berlin, για λογαριασμό του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης διαΝΕΟσις, καταλήγοντας σε συγκεκριμένες προτάσεις που θα μπορούσαν να δώσουν το «φιλί της ζωής» στην ελληνική οικονομία.

Τα βασικότερα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:

• Το ελληνικό σύστημα καινοτομίας αξιολογείται με βαθμό κάτω από τη βάση διεθνώς. Ανάμεσα σε 35 χώρες που αξιολόγησε το Econ Berlin, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 29η θέση. Η θέση αυτή, μάλιστα, δεν έχει αλλάξει και πολύ τα τελευταία 15 χρόνια αφού στις έξι αξιολογήσεις που έγιναν από το 2000 μέχρι το 2015, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ 28ης και 30ης θέσης.

Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και άλλες αξιολογήσεις της καινοτομίας στην Ελλάδα. Ο «European Innovation Scoreboard», που αξιολογεί την απόδοση των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και άλλων κατατάσσει την Ελλάδα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μαζί με χώρες όπως η Κροατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Πορτογαλία. Ο δε, Παγκόσμιος Δείκτης Καινοτομίας, που εξετάζει 79 δείκτες σε 141 χώρες, τοποθετεί την Ελλάδα στην 45η θέση παγκοσμίως, και πάλι κάτω από το μέσο όρο της υρωπαϊκής Ενωσης.

• Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι απογοητευτικές και στους επιμέρους έξι δείκτες (Εκπαίδευση, Έρευνα και Ανάπτυξη, Δικτύωση, Χρηματοδότηση, Ρύθμιση, Ποιότητα διακυβέρνησης & ζήτηση για καινοτομία) που αξιολόγησε το Econ Berlin. Είναι ενδεικτικό ότι στην ικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, η Ελλάδα έρχεται τελευταία από όλες τις εξεταζόμενες χώρες.

Στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, για παράδειγμα, η έρευνα που διεξάγεται περιορίζεται κυρίως στη βασική και όχι στην εφαρμοσμένη, η οποία συνιστά τον βασικό σύνδεσμο στην αλυσίδα της καινοτομίας.

Επίσης, παρ’ όλο που παράγεται ικανοποιητικός αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων, ελάχιστες μετατρέπονται σε εμπορεύσιμα προϊόντα. Η συνεργασία δε, ανάμεσα στη δημόσια έρευνα και τη βιομηχανία είναι ελάχιστη. Ένας μικρός μόνο αριθμός καινοτόμων επιχειρήσεων στην Ελλάδα συνεργάζεται με ερευνητικά ιδρύματα, ενώ μικρή είναι και η σύνδεση δημόσιας και ιδιωτικής έρευνας.

• Η Ελλάδα επιδεικνύει πολύ μικρή ικανότητα στην προσέλκυση ταλέντων από το εξωτερικό και κατατάσσεται στην τελευταία θέση, την ίδια ώρα που πασχίζει να διατηρήσει τα δικό της διακεκριμένο επιστημονικό προσωπικό.

Η φυγή των Ελλήνων ερευνητών είναι εμφανής στον αριθμό των βραβείων που χορηγεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC): οι περισσότεροι βραβευμένοι Έλληνες που λαμβάνουν τις περισσότερες επιχορηγήσεις εργάζονται σε χώρες του εξωτερικού και όχι στην Ελλάδα. Κάτι, που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα της υρωπαϊκής Ενωσης.

• Η χώρα μας είναι «ουραγός» σε ό,τι αφορά τις δημόσιες, και ακόμη περισσότερο, τις ιδιωτικές δαπάνες στον τομέα της έρευνας. Η Ελλάδα επένδυσε μόλις το 0,84% του ΑΕΠ της στην έρευνα το 2014 (σ.σ. νεότερα στοιχεία που έχει παρουσιάσει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης δείχνουν ότι το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 0,96% το 2015) όταν οι αναπτυγμένες χώρες επενδύουν ως και 3% των ΑΕΠ τους.

Μάλιστα, η χώρα μας είναι τελευταία στις ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα (μόλις 0,28% του ΑΕΠ). Παράλληλα, η πρόσβαση σε δάνεια και η διαθεσιμότητα επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι πολύ περιορισμένη με την Ελλάδα να βρίσκεται τελευταία στη λίστα και σ’ αυτόν τον τομέα.

• Το ρυθμιστικό πλαίσιο, καθώς και το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον όχι μόνο δεν υποστηρίζουν, αλλά συχνά παρεμποδίζουν την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις -τόσο οι μεγάλες όσο και οι νεοφυείς- αντιμετωπίζουν πολλαπλά εμπόδια, περιορισμούς και γραφειοκρατία.

Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα έρχεται στις τελευταίες θέσεις σε όλους τους δείκτες που έχουν σχέση με τα θεσμικά προβλήματα: δείκτης Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία του επιχειρείν, δείκτης διαφθοράς, ποιότητα διακυβέρνησης.

Αποτέλεσμα είναι πολλοί επιχειρηματίες -ακόμη και εάν έχουν αναπτύξει τις ιδέες τους στην Ελλάδα- να ωθούνται στο να μεταναστεύσουν σε χώρες όπου έχουν περισσότερη νομική ασφάλεια και ένα περιβάλλον που ευνοεί την καινοτομία.

Ανάγκη για μεταρρυθμίσεις

Ποια είναι τα προτερήματα της χώρας μας στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας; Η Ελλάδα διαθέτει ένα μικρό μεν, αλλά ιδιαίτερα αξιόλογο αριθμό ερευνητικών ιδρυμάτων -για παράδειγμα, πέντε από τους 50 ερευνητικούς οργανισμούς που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα Horizon 2020 είναι ελληνικοί- καθώς και έναν μικρό αριθμό επιχειρήσεων, στον φαρμακευτικό τομέα και στον τομέα της πληροφορικής, μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας. Επίσης, υπάρχουν μερικές αξιόλογες νεοφυείς επιχειρήσεις πληροφορικής στην Αθήνα.

Σύμφωνα με την έρευνα, οι βασικές παρεμβάσεις που θα πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να αναβαθμίσει το σύστημα καινοτομίας της και να αρχίσει να απολαμβάνει τα οφέλη είναι οι εξής:

[1] Μείωση της γραφειοκρατίας, άρση των διοικητικών βαρών για το άνοιγμα, τη λειτουργία και το κλείσιμο των επιχειρήσεων, εισαγωγή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, απλοποίηση της νομοθεσίας, απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής πολιτικής.

[2] Σταδιακή, αλλά σημαντική αύξηση των δαπανών για την έρευνα ώστε να φθάσει τα επόμενα χρόνια το 3% του ΑΕΠ. Επίσης, προτείνεται η δημιουργία νέων ιδρυμάτων και ερευνητικών φορέων που θα διεξάγουν εφαρμοσμένη έρευνα για να πλαισιώσουν τα μεγάλα ιδρύματα βασικής έρευνας της χώρας.

[3] Βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων του πληθυσμού, αναβάθμιση της ανώτερης εκπαίδευσης με ενίσχυση των πρωτοπόρων, καινοτόμων τμημάτων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και εισαγωγή της επιχειρηματικότητας ως αναπόσπαστο μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος.

[4] Εισαγωγή φορολογικών κινήτρων για δαπάνες Ε&Α από ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρόγραμμα επιδοτήσεων για καινοτόμες επιχειρήσεις (στα πρότυπα του γερμανικού EXIST), ωρίμανση της αγοράς των ελληνικών venture capital και καλύτερη αξιοποίηση (και μόχλευση) των ευρωπαϊκών επενδυτικών κονδυλίων.

[5] Μετεγκατάσταση των ελληνικών ερευνητικών ιδρυμάτων που βρίσκονται διασκορπισμένα ανά την επικράτεια, δημιουργία συμπράξεων -και των απαραίτητων δομών διαχείρισης των συμπράξεων, και διευκόλυνση της ώσμωσης ανάμεσα στα ερευνητικά κέντρα, τα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις. Τέλος, προτείνεται να δοθούν κίνητρα για να επιστρέψει στη χώρα το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό που έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό.

Δράσεις για την αναχαίτιση του brain drain

«Οι δαπάνες για την Έρευνα δεν αποτελούν κόστος, αλλά επένδυση» διαμηνύει ο αναπληρωτής υπουργός, αρμόδιος για την Έρευνα και την Καινοτομία κ. Κώστας Φωτάκης, τονίζοντας πως, όπως αποτυπώνεται στις θεσμικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες που ελήφθησαν κατά τους τελευταίους 20 μήνες, αλλά και στους προϋπολογισμούς του 2016 και του 2017, η κυβέρνηση δίνει βάρος και προτεραιότητα στην Έρευνα.

«Στις συνθήκες της κρίσης που βιώνει η χώρα υπάρχει απόλυτη ανάγκη για κατεπείγουσες και άμεσες παρεμβάσεις. Δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις» υπογράμμισε ο κ. Φωτάκης κατά την πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή για τον προϋπολογισμό.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη Έρευνα από 97 εκατ. ευρώ το 2014 αυξήθηκε σε 141 εκατ. ευρώ το 2015 και 148 εκατ. ευρώ το 2016, ενώ για το 2017 προβλέπεται να φθάσει τα 180 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, ο τακτικός προϋπολογισμός για την Έρευνα από 60 εκατ. ευρώ για το 2015, αυξήθηκε κατά 45% στα 88 εκατ. ευρώ το 2016 και προβλέπεται περαιτέρω αύξηση σε 124 εκατ. ευρώ για το 2017.

Επισημαίνεται ότι οι συνολικές δαπάνες για την Έρευνα στη χώρα άγγιξαν το 1% του ΑΕΠ το 2015, παρουσιάζοντας αύξηση από το 0,6 – 0,7% των προηγούμενων ετών. Άλλες πηγές χρηματοδότησης της Έρευνας είναι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Horizon 2020» και το ΕΣΠΑ, ενώ το υπουργείο Παιδείας ανέλαβε πρωτοβουλία για τη σύναψη δανειακής σύμβασης με την ΕΤΕπ, ύψους 240εκατ. ευρώ για τη στήριξη νέων επιστημόνων και της έρευνας που διεξάγεται στα Πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα της χώρας.

Ταυτόχρονα, ιδρύθηκε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας για τη διαχείριση αυτών των πόρων και την προώθηση της βασικής ποιοτικής Έρευνας στη χώρα με ωφελούμενους περισσότερους από 4.000 νέους επιστήμονες κατά την επόμενη τριετία.

Επίσης, το αμέσως επόμενο διάστημα θα δημιουργηθεί ειδικό Ταμείο Συμμετοχών για την Καινοτομία, το οποίο θα περιλαμβάνει μίγμα πόρων του ΕΣΠΑ, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων και αργότερα άλλων ιδιωτικών κεφαλαίων.

Το Ταμείο αυτό θα είναι μέρος του Αναπτυξιακού Υπερταμείου Συμμετοχών που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση και θα έχει ως σκοπό να αξιολογεί ιδέες και ερευνητικά αποτελέσματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και καλές προοπτικές για τη δημιουργία καινοτόμων επιχειρήσεων.

Advertisement