Δε χαμογελά πάντα η τύχη στο ταίριασμα των ανθρώπων.
Της Στεύης Τσούτση.
Μετράς τα χρόνια κι εκείνα κυλούν σα νερό. Οι φίλοι σου αλλάζουν. Στήνουν καριέρες, σπίτια, παιδιά. Βάζουν τη ζωή τους σε μια τάξη και πορεύονται. Τα χρόνια της ωριμότητας με τα πρώτα -άντα να περνούν ανελέητα. Κι εσύ; Πες μου εσύ τι κατάφερες ως τώρα, ο πιο ονειροπόλος, ο πιο πεισματάρης χαρακτήρας από όλους τους; Που είσαι εσύ που όλοι έλεγαν χαρισματική; Που γυρνάς; Που αναλώνεσαι; Από δουλειά μέτρια πράγματα. Όχι βέβαια ότι το κυνήγησες και ποτέ. Εσύ ήσουν και μένεις καλλιτέχνης. Και οι καλλιτέχνες πάντα πεινούν και λίγο. Αλλά δε σε νοιάζει. Τα βγάζεις πέρα. Τα άλλα σε καίνε. Τα προσωπικά… Κοιτάς γύρω το σπίτι σου.
Δυο δωμάτια χρησιμοποιείς όλα κι όλα και το υπόλοιπο απείραχτο.Το προικώο σου είναι. Φτιάχτηκε με άπλα για να χωρά οικογένεια. Μόνο που τώρα μονάχη πορεύεσαι και δεν ξέρεις να παίζεις και μπάλα για να το αξιοποιήσεις το κενό όπως του πρέπει. Ξυπνάς το πρωί και πρέπει να πάρεις τηλέφωνο να πεις μια καλημέρα. Πίνεις μόνη καφέ, ανάβεις τσιγάρο, ανάβεις τηλεόραση για τη βαβούρα. Αηδίες έχει αλλά εσύ δεν ακούς. Μόνο ξεχνάς για λίγο τις σιωπές σου. Κι είναι κι εκείνες οι φορές που πας σε σπίτια φίλων. Άλλοι ζευγάρια, με τα κουκλίστικα τα σπίτια τους, τη βολή και την αγάπη τους διάχυτη. Κι άλλοι με τα παιχνίδια αμολητά παντού, με πιτσιρίκια να τσιρίζουν και να παίζουν, να γελούν, να κάνουν νάζια κι υστερίες.
Σπίτι γεμάτα φωνές κι ανθρώπους. Γεμάτα αγάπη.Κι εσένα σου λείπουν όλα. Και οι φωνές μα κυρίως η αγάπη. Όχι, δε χτυπά το βιολογικό σου ρολόι. Δεν είναι η βαθιά ανάγκη σου να γίνεις μάνα. Το θέλεις αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η τρέλα σου να μοιραστείς όσα κρατάς καλά κρυμμένα μέσα σου. Είναι αυτή η αγάπη που έχεις να δώσεις. Αυτή η αγάπη που έχεις στοκάρει σε τρελά αποθέματα και που κανείς ως τώρα δε βρέθηκε για να του τη δώσεις. Κι αφού δε βρέθηκε ο έpωτας, μήτε συντροφικότητα, μήτε οικογένεια, μήτε παιδί υπάρχουν στο χάρτη σου. Κι ας τα θέλεις. Ας τα λαχταράς. Θα μου πεις δε γίνονται πάντα όλα όπως τα θέλουμε. Δε χαμογελά πάντα η τύχη στο ταίριασμα των ανθρώπων. Να ήταν μόνο όλα τα όνειρα που έκαμες να έβγαιναν αληθινά.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να στο εγγυηθεί μάτια μου αυτό. Κι έτσι η μοναξιά παραμένει. Για όσο…Κι εσύ γίνεσαι η στοργική νονά, η θεία, η κουμπάρα. Και δίνεις αγάπη. Κι όσο δίνεις τόσο γεμίζεις τις αποθήκες σου. Δεν εξαντλείται η αγάπη σου. Μόνο γεμίζει πάλι και περιμένει. Πάντα περιμένει. Κι ελπίζει. Ελπίζει στη μέρα που δε θα έχεις καμιά τηλεόραση ανάγκη για να έχει φασαρία το σπίτι του. Ελπίζει στη μέρα που κάθε δωμάτιο θα είναι χαοτικά γεμάτο από ανθρώπινες παρουσίες, δικές σου, αγαπημένες. Ελπίζει πως σύντομα δε θα είσαι μόνη. Άραγε θα γίνει ποτέ;Ποιος ξέρει; Θα δείξει…