«Το δάχτυλο στο φρένο κοκαλωμένο..»: Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου διέλυσε τον μύθο για την ταυτότητα του Κουρσάρου
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο άνθρωπος που ταύτισε το όνομά του με το ελληνικό ροκ, έχει χαρίσει στην ελληνική μουσική σκηνή τραγούδια που έγιναν θρύλοι. Ανάμεσά τους, ο «Κουρσάρος», ένα κομμάτι που όχι μόνο ξεχώρισε στη δισκογραφία του αλλά σηματοδότησε μια νέα καλλιτεχνική του εποχή.
Ο «Κουρσάρος» περιλαμβάνεται στον δίσκο «Φοβάμαι», που κυκλοφόρησε το 1982, και έμελλε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη μετεξέλιξη του Παπακωνσταντίνου από εκφραστή του πολιτικού τραγουδιού σε αμετανόητο ροκά.
Το τραγούδι γράφτηκε από τον Λάκη Παπαδόπουλο, γνωστό για την έμφυτη του ροκ διάθεση, που ένωσε τις δυνάμεις του με τον Παύλο Μάτεσι, έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς, ο οποίος έγραψε τους στίχους.
Η ιστορία πίσω από τον «Κουρσάρο» είναι ιδιαίτερη. Ο Λάκης, σε μια συζήτηση με τον αδερφό του, που ήταν φίλος του Μάτεσι, του πρότεινε να γράψει κάτι εμπνευσμένο από τη μηχανή. Εκείνος το έκανε.
«Τον Παύλο Μάτεσι, τον συνάντησα μία φορά. Δεν ξέρω αν το τραγούδι του αναφερόταν σε αληθινή ιστορία, αλλά εγώ το τραγούδησα σαν να αφορούσε κάθε ένα θύμα της ασφάλτου. Και τότε ήταν πολλά τα θύματα», ανέφερε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου πρόσφατα στο enikos.gr
Με την χαρακτηριστική ερμηνεία του, με το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό του στο τέλος του τραγουδιού ο Βασίλης κατάφερε να ζωντανέψει τη μορφή του Κουρσάρου, να τον κάνει δικό του. Κάπως έτσι κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Κουρσάρος ήταν ο αδερφός του που σκοτώθηκε με μηχανή.
«Απώλεια με μηχανή κάποιου δικού μου ανθρώπου δεν είχα. Είχα ακούσει αυτά που λέγονταν τότε, κυρίως λόγω της ερμηνείας μου. Αλλά δεν ξέρω… Αυτό το τραγούδι μού έβγαλε και στο τέλος αυτές τις κραυγές. Το ένιωσα τόσο πολύ, δηλαδή, σαν να ήταν δικοί μου όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν», είπε ο Παπακωνσταντίνου.
Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τον Λάκη που ρωτούσε κάθε μέρα τον Βασίλη αν θα βάλει στον δίσκο του τον Κουρσάρο:
Στο ‘ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΟΥΝΤΙΟ’ (Χάρης Ποντίδα, Μαρίας Βλαχοπούλου), Δίφωνο διαβάζουμε:
– Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου «έγραφε» τον δίσκο «Φοβάμαι» (1982) στο στούντιο του Δράκου, στη Φιλοθέη. Είχε στη διάθεσή του τα ντέμο των τραγουδιών από διάφορους συνθέτες και, ανάμεσά τους, ένα του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ. Ο τελευταίος περνούσε καθημερινά από εκεί ρωτώντας: «Τι έγινε; Τα δικά μου τραγούδια τα βάλατε;». «Όχι» του απαντούσε ο τραγουδιστής. Οι μέρες περνούσαν. Ηχογραφήθηκε η «Πρέβεζα», το «Φοβάμαι» και η «Στέλλα» ενώ ο τραγουδοποιός πηγαινοερχόταν μάταια στο στούντιο αγωνιώντας για την τύχη των κομματιών του. Κάποια μέρα, ήρθε επιτέλους κι η σειρά για το δικό του ντέμο. Έγιναν ορισμένες διορθώσεις και… έτοιμος ο «Κουρσάρος». Πριν περαστεί η φωνή, η «ομάδα κρούσης» του δίσκου συγκεντρώθηκε στο κοντρόλ για να ακούσει με μεγάλη προσοχή το πλέι μπακ του τραγουδιού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Λάκης. Κανείς δεν του έδωσε σημασία και επιπλέον του έβαλαν τις φωνές που τόλμησε να καλησπερίσει! Μόλις ολοκληρώθηκε η ακρόαση, ο νεοφερμένος παρατήρησε: «Πολύ ωραίο κομμάτι. Ποιανού είναι;». «Το δικό σου είναι», τον πληροφόρησε ο Παπακωνσταντίνου.
Όσο για την αποδοχή του Κουρσάρου από το κοινό, έχει μιλήσει σε παλιότερη συνέντευξή του Βασίλης:
“Πριν να βγει ο δίσκος, είχαν έρθει να τραβήξουν παράσταση στο Αχ Μαρία οι τότε Ρεπόρτερ, ο Λιάνης, ο Δημαράς και ο Χαρδαβέλλας. Μου ζήτησαν λοιπόν ένα τραγούδι για τους μηχανόβιους. Εγώ είχα ήδη τον «Κουρσάρο» σε μουσική Λάκη Παπαδόπουλου και στίχους Παύλου Μάτεσι. Τους το δίνω από ντέμο για το άλμπουμ, το μεταδίδουν και γίνεται χαμός κυριολεκτικά! Βγαίνει ο δίσκος μετά από μια βδομάδα και αρχίζουν βροχή οι παραγγελίες από τα δισκάδικα: Ανά 7 μέρες τριπλασιάζονταν! Αποτέλεσμα; Το «Φοβάμαι» έγινε πλατινένιο μέσα σε 20 μέρες, πάνω από 100.000 πωλήσεις! Ήταν η πρώτη αντιπαράθεση στο μπουζούκι. Θυμάμαι ότι, εκείνη τη χρονιά, ο «Κουρσάρος» ανταγωνιζόταν ως… σουξέ το «Σ’ Αγαπάω Μ’ Ακούς;». (…)
Είμαι ένας ερμηνευτής ο οποίος, κάποια στιγμή, επωμίστηκε το βάρος να βγάλει πέρα, μέσα από τα τραγούδια του, όλα τα βάσανα του περιθωρίου. Για καθέναν που διαθέτει στοιχειώδες φιλότιμο, αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να τραγουδηθούν χωρίς να περάσουν μέσα του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσει να με πιάνει μελαγχολία, να αντιμετωπίζω δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις… Άρχισα δηλαδή να ταυτίζομαι με τις συνθήκες και τα πρόσωπα που έχω τραγουδήσει. Αυτό όμως είναι απάνθρωπο. Δεν μπορείς να ζεις σαν να είσαι ο «Κουρσάρος». Θα είχα πεθάνει αν ήμουν ο «Κουρσάρος». Δεν μπορείς να είσαι ο ήρωας του τραγουδιού.