Η ζωή είναι μικρή. Μην αφήνεις τους άλλους να τη ζουν για σένα.
Της Στεύης Τσούτση.
Χτυπάς το χέρι στο τραπέζι και λες δυνατά τη γνώμη σου. Δεν την ψιθυρίζεις, δεν τη σκέφτεσαι όπως συνηθίζεις να κάνεις. Την ουρλιάζεις στα μούτρα του συνομιλητή σου. Νιώθεις πηχτούς, άσπρους αφρούς να σχηματίζονται στο στόμα σου. Τα αυτιά σου βουίζουν και η καρδιά σου πάει να σπάσει από την ένταση.Τώρα κάνω την επανάστασή μου, σκέφτεσαι κι αυτόματα νιώθεις περηφάνεια για σένα. Μόνο που αυτό δε θα κρατήσει για πολύ. Βλέπεις, η καταπίεση πάνω σου έχει γερές ρίζες. Κι όλες εκείνες οι ενοχές που για χρόνια στις ποτίζουν, έχουν θεριέψει κι έχουν κάμει κάτι ρίζες να, με το συμπάθειο. Απέναντι έχεις το αντικείμενο της καταπίεσής σου. Μάνα, πατέρα, αδερφό, σύντροφο ή φίλο, σημασία δεν έχει. Δεν έχει και πρόσωπο άλλωστε η καταπίεση, μήτε γνωρίζει φύλο. Ξέρει μόνο από φαρμακερά λόγια.
Ξέρει από λέξεις που φωλιάζουν στην καρδιά και την κάνουν να δειλιάζει σε οποιαδήποτε απόφαση βγαλμένη από το νου ή την ψυχή σου. Ξέρει από νήματα που σε δένουν και σε κάνουν μαριονέτα. Θέλεις να κουνήσεις το χέρι αριστερά κι εκείνο αυτόματα πάει δεξιά. Θέλεις να κλάψεις και σου επιβάλλουν να γελάσεις. Θέλεις να φύγεις κι όμως πρέπει να μείνεις εκεί. Το νιώθεις το αδιέξοδο της ζωής σου. Σε τρελαίνουν τούτα τα δεσμά. Πληγιάζουν τα χέρια, το μυαλό, την καρδιά σου. Γι’αυτό φωνάζεις. Ξεσπάς κι αποζητάς την ελευθερία σου. Λες για μια στιγμή πως την κέρδισες. Μάλλον υπέταξες το θεριό που στέκει απέναντί σου. Δε μιλά, μάλλον κατάλαβε ότι δε δέχεσαι πια άλλη καταπίεση. Ελπίζεις. Και κάπου εδώ το Σύμπαν γελάει. Σε χλευάζει για την ακρίβεια γιατί τούτη την επανάσταση την έχεις κάνει πολλές φορές. Και κάθε φορά τρως τα μούτρα σου. Γιατί τα θεριά που μας τρώνε τη ζωή καλό μου, δεν καταλαβαίνουν από φωνές. Καταλαβαίνουν μόνο από ψυχρές αποφάσεις. Μέσα σου δεν έχεις αποφασίσει να κάνεις ακόμη την αληθινή σου επανάσταση. Γι’αυτό κι όλες οι προσπάθειες αποτυγχάνουν. Γιατί είναι κατά βάθος για τα μάτια του κόσμου.
Βολεύτηκες να σου κουνούν τα χέρια, να σε ταΐζουν στο στόμα, να στα προσφέρουν στο χέρι. Βολεύτηκες να μη χρειάζεται να αποφασίζεις, να μην απαιτείται να σπάσεις αυγά για να φας μια γαμημένη ομελέτα. Άτιμο πράγμα το βόλεμα. Σε εθίζει δίχως να το καταλάβεις. Κι εσένα όλο τούτο το βόλεμα αφιόνισε το μυαλό σου. Σε νάρκωσε, το συνήθισες. Κι είναι οι λίγες οι φορές που κοιτάς με αθόλωτο μάτι τα ζόρια σου κι αντιδράς. Πατάς πόδι και φωνάζεις σε εκείνους που σου ρημάζουν τη ζωή. Σε εκείνους που σε θέλουν πιόνι των δικών τους αποφάσεων κι όχι άνθρωπο των αυτόνομων επιλογών. Τι θα γίνει τελικά με σένα, μου λες; Τι θα κάνεις; Πόσα δεν μπορώ αλλιώς θα μαρτυρήσεις στον καθρέφτη για να πείσεις τη μούρη σου ότι όντως της πάνε τα σκοινιά; Δηλαδή ποιο είναι το επόμενο βήμα; Διάλεξαν για σένα μια ζωή. Την έφτιαξαν στα δικά τους μέτρα και σε πέταξαν να ζεις μέσα.
Την ονομάτισαν κιόλας δική σου ζωή. Τι άλλο θα σου βάλουν για να ζήσεις; Κανά σύντροφο της κοινής αποδοχής που θα σου γυρνάει τα άντερα κι όμως θα σε πείσουν ότι τον αγάπησες. Και τι άλλο; Πόσα άλλα ακόμη μέχρι να ξυπνήσεις και να το βάλεις στα πόδια; Άσε τους άλλους να αποφασίζουν κι εσύ κάτσε να κλαις τη μοίρα σου. Κάτσε να ζηλεύεις εκείνους που φτιάξαν τις ζωές και τα σπίτια τους. Αλλά κυρίως ζήλευε εκείνους που ζουν κι ας τρώνε τα μούτρα τους. Κι εσύ μείνε αψεγάδιαστη πορσελάνινη κούκλα πολυτελείας για να τους κάνεις τα κέφια. Για να μην ταράξεις τα βαλτωμένα νερά τους. Κι επειδή ξέρω ότι σκέφτεσαι και να το κάνεις έτσι όπως σε μάθανε να υποτάσσεσαι, λέω να σου ουρλιάξω κι εγώ. Σύνελθε! Η ζωή είναι μικρή. Μην αφήνεις τους άλλους να τη ζουν για σένα. Μην τους επιτρέπεις να αποφασίζουν για σένα.Γι’αυτό κούνα το κεφάλι σου και ξεβολέψου μαλάκα. Ε μαλάκα!
Υ.Γ Μπας κι αποφασίσεις και ξεκουνήσεις μικρό μου.