Connect with us

Ζούμε σε μια εποχή που η έλλειψη σεβασμού προς τον συνάνθρωπο είναι τόσο αποκαρδιωτική, που φτάνεις νʾ αναρωτιέσαι αν όσοι βρίσκονται στον αντίποδα αυτής είναι αρκετοί να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι ακόμα υφίσταται κι επιβιώνει η ανθρωπιά στις μέρες μας. Στην πρώτη -και δυστυχώς μεγάλη- μερίδα κόσμου, αυτή των «βαρβάρων», δεν ανήκουν μόνο απλοί, καθημερινοί σαν τον καθένα μας άνθρωποι οι οποίοι εκτοξεύουν την κακία τους, προσβάλλοντας τον εκάστοτε συνάνθρωπο, και ταυτόχρονα προκαλώντας τον περίγυρο.

Την ίδια «ποιότητα» επιδεικνύουν κι αρκετοί ασχολούμενοι με τα κοινά μέσω πολιτικού ή κοινωνικού (και σπάνια θεάρεστου) έργου, ενώ παράλληλα ασκούν επιρροή σε μικρές ή μεγάλες ομάδες υποστηρικτών τους. Φυσικά σε αυτό συμβάλλει κατά ένα μεγάλο βαθμό η προβολή που λαμβάνουν οι εξέχουσες αυτές προσωπικότητες τόσο μέσω της τηλεόρασης όσο και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί πολιτικό πρόσωπο που δε δίστασε καθόλου να ξετυλίξει το ταμπεραμέντο του, κατακρίνοντας τη συμμετοχή ατόμων με αναπηρίες στους Ολυμπιακούς αγώνες, θεωρώντας πως είναι προσβολή ή, όπως άλλωστε δήλωσε κι ο ίδιος, ύβρις η διοργάνωση Παραολυμπιακών αγώνων για αυτούς τους ιδιαίτερους αθλητές. Αναφερόμενος, λοιπόν, στους Παραολυμπιονίκες με ευτελείς χαρακτηρισμούς, υποστήριξε τη θέση του με τόσο σθένος, λες και τον έπνιγε το δίκιο του. Ο «κύριος» αυτός κατέκρινε με περισσό θράσος και μένος τη διοργάνωση, καθώς έκρινε και τους ίδιους τους αθλητές ως κατώτερα όντα. Ποιος άραγε έχει το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο και να υποτιμά με οποιονδήποτε τρόπο συνανθρώπους μας για την όποια διαφορετικότητα ή ιδιαιτερότητά τους;

Ποιος έχει το δικαίωμα να διαχωρίζει τον κόσμο σε «ανάπηρο» και «κανονικό»; Ποιος είναι ικανός να βάζει ταμπέλες και να ζυγίζει την αξία και τη δύναμη των ανθρώπων σύμφωνα με το πόσα μέλη του σώματός τους ή πόσες από τις αισθήσεις τους λειτουργούν πλήρως; Ποιος από μας τολμά να σταθεί δίπλα και να συγκριθεί με ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά να κινηθούν, να εξυπηρετηθούν και να ζήσουν, πόσο μάλλον να αθληθούν, να προπονηθούν και τελικά να διακριθούν ο καθένας στο αντικείμενό του μέσα σε μια κοινωνία η οποία στερείται παιδείας και αγωγής, καθώς και σε μια πολιτεία φτωχή σε υποδομές. Υποδομές οι οποίες, έστω στον βαθμό που υπάρχουν, δε συντηρούνται επαρκώς, κι επιπλέον πολύ συχνά αρκετοί «κανονικοί» και «πολιτισμένοι» συμπολίτες μας σαμποτάρουν τη χρήση τους από τα άτομα για τα οποία αυτές προορίζονται.

Τα παραδείγματα γύρω μας αρκετά: θέσεις και ράμπες ΑμεΑ κατειλημμένες και μπλοκαρισμένες από σταθμευμένα οχήματα ασυνείδητων οδηγών. Οδηγοί που πετάγονται σε μια δουλίτσα για δέκα λεπτά, που έχουν κάνει καραμέλα πια τις κλασικές δικαιολογίες «έλα μωρέ για λίγο θα το αφήσω, πόσο να ενοχλήσει», «να εδώ δίπλα θα είμαι, αν χρειαστεί» κι άλλες ευφάνταστες μπαρούφες που μπορεί να σκεφτεί ο εγκέφαλός τους, μόνο και μόνο γιατί είναι αυτό που λαϊκά λέμε «παρτάκηδες». Ανάλογο παράδειγμα οι λωρίδες για άτομα με περιορισμένη ή καθόλου όραση. Εδώ η ηλιθιότητα απαντάται σε δύο μεριές. Από τη μια είναι αυτοί που επιμελούνται τον σχεδιασμό και την κατασκευή τους κι από την άλλη όσοι πάνω στις λωρίδες στήνουν τα μαγαζάκια τους ή (και σε αυτή την περίπτωση) σταθμεύουν ανενόχλητοι τα οχήματά τους.

Μια βόλτα σε γειτονιές και πόλεις της χώρας μας θα σας κάνει να τραβάτε τα μαλλιά σας, απορώντας πώς στο κέρατο χρησιμοποιείται μια λωρίδα με αλλοπρόσαλλες στροφές, ζιγκ-ζαγκ, κολώνες, κάδους απορριμμάτων, τραπεζοκαθίσματα και διάφορα άλλα εμπόδια κατά μήκος αυτών. Απορίας άξιον βέβαια παραμένει αν θα τολμούσε κάποιος να πει ευθαρσώς σε ΑμεΑ «κάτσε μaλάκα, περίμενε με να πάρω τσιγάρα/ να πάω στην τράπεζα/ να πιω τον καφέ μου/ κτλ., απλά γιατί μπορώ». Όλοι οι παραπάνω φροντίζουν να κάνουν τη δουλειά τους και να εξυπηρετήσουν τον εαυτούλη τους χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες. Στα παλαιά των υποδημάτων τους όποιοι χρειάζονται τη ράμπα για να κατέβουν ή να ανέβουν το πεζοδρόμιο, ενώ δεν έχουν εναλλακτική, όπως και όσοι χρειάζονται την ειδική λωρίδα για να κινηθούν σε μια γνωστή ή άγνωστη σε εκείνους περιοχή. Εάν η όποια αναπηρία χτυπούσε όμως τη δική τους την πόρτα, αν ήταν δικό τους προσωπικό πρόβλημα εκ γενετής ή του παιδιού τους, τότε θα έσκουζαν και θα ωρύονταν που δεν υπάρχει κράτος.

Οι συνέπειες της εκάστοτε ασύδοτης συμπεριφοράς είναι και κάτι παραπάνω από πρακτικής φύσεως για τα ΑμεΑ. Τέτοιες συμπεριφορές αντιγράφονται και επαναλαμβάνονται αργά ή γρήγορα είτε από άλλους ανεγκέφαλους με το κλισέ επιχείρημα «ε, καλά αφού όλοι το κάνουν» είτε από τα παιδιά που τυγχάνει να βρίσκονται εκεί, τα οποία δυστυχώς τις φακελώνουν στο μυαλουδάκι τους ως φυσιολογικές. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η απουσία ελέγχου και κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται το κακό επ’ αόριστον. Κατά τα άλλα, η έγνοια μας για το πού πάει αυτή η χώρα σαν πλοίο χωρίς καπετάνιο παραμένει.

Τείνουμε να ξεχνάμε πως το πλοίο αποτελείται κι από πλήρωμα. Αν ο καθένας μας, τόσο ατομικά όσο και ομαδικά, όχι μόνο σέβεται, αλλά σκέφτεται και τουλάχιστον προσπαθεί να μπει στη θέση του διπλανού του, τότε σίγουρα βάζει το λιθαράκι του για να βρει το πλοίο ξανά τη ρώτα του. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και κράτος και κοινωνία και πολιτεία, των οποίων αποτελούμε κομμάτι. Η ρίζα του κακού δεν είναι η ασυδοσία και η ατιμωρησία. Καλό είναι να θυμόμαστε πως σε αυτή τη ζούγκλα δε ζούμε μόνοι. Συμβιώνουμε, συνυπάρχουμε και συναναστρεφόμαστε καθημερινά κάθε λογής άνθρωπο, διαφορετικό από μας και μοναδικό με κάθε πιθανό τρόπο.

Για να είμαστε και όχι απλά να λεγόμαστε άνθρωποι, οφείλουμε να αντιληφθούμε και να συνειδητοποιήσουμε πως σε τούτη τη ζωή ό,τι δίνεις παίρνεις, οπότε μην περιμένεις να πάρεις για να δώσεις. Βάζε, λοιπόν, κάθε μέρα που περνά το δικό σου λιθαράκι στα θεμέλια της κοινωνίας μας με σεβασμό στη διαφορετικότητα, αλτρουισμό, αγάπη κι ανθρωπιά, απαλλαγμένος από ταμπέλες και προκαταλήψεις. Ίσως έτσι τελικά εκείνοι οι «ανώτεροι» και «κανονικοί» καταλάβουν κάποτε από πού πηγάζει πραγματικά η δύναμη των ατόμων με αναπηρίες και συνάμα πού εντοπίζεται η δική τους θλιβερή «αδυναμία».

Advertisement