Connect with us

Tο να διαβάζει κανείς μυθιστορήματα είναι δείγμα ευφυούς μυαλού», γράφει η Τζέιν Ώστεν σε κάποια από τις σελίδες του βιβλίου της «Το Αββαείο του Νόρθαγκερ», σε μία σκηνή όπου η κεντρική ηρωίδα, Κάθριν Μόρλαντ, έχει μία σχετική συζήτηση με τον αδαή και κάπως χοντροκομμένο, Τζων Θορπ. Εκείνος υποστηρίζει πως το να περνάς την ώρα σου διαβάζοντας λογοτεχνικές ιστορίες είναι μεγάλο χάσιμο χρόνο, η Κάθριν, αν και διστάζει να εκφράσει σθεναρά την άποψη της, υποψιάζεται ότι ο συνομιλητής της είναι απλώς ανόητος.

Μέσα στις λίγες γραμμές που συνοδεύουν το παραπάνω περιστατικό η σπουδαία Βρετανίδα συγγραφέας και μία από τις κορυφαίες μυθιστοριογράφους της μοντέρνας παγκόσμιας λογοτεχνίας – για πολλούς η γυναίκα που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που οι σημερινοί αφηγητές διηγούνται στο κοινό τις ιστορίες τους – καταφέρνει να περιγράψει ολόκληρη την κοσμοθεωρία της, αλλά και την βασική οπτική γωνία μέσα από την οποία κοιτούσε τις συμπεριφορές των γύρω της και τις ανθρώπινες σχέσεις. Την ίδια στιγμή, οι λιγοστές αυτές γραμμές εμπερικλείουν μέσα τους μία κομψή ειρωνεία, ένα ακαταμάχητο ανασήκωμα του φρυδιού απέναντι σε κοινωνικά δεδομένα και στερεοτυπικές αντιλήψεις, απέναντι σε ό,τι γνώριζε η υψηλή κοινωνία μέχρι τότε και τα θεωρούσε λίγο ή και πολύ “politically correct”.

Για τα πραγματικά δεδομένα που περικλειόταν τη ζωή της Τζέιν Ώστεν δεν υπάρχουν πολλά διασταυρωμένα στοιχεία. Μόνο λίγα γράμματα (περίπου 160, αν και λέγεται ότι η συγγραφέας είχε πολύ έντονη αλληλογραφία και έστειλε στη ζωή της περισσόερες από 3.000 επιστολές) πάνω στα οποία βασίστηκαν οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους βιογράφους της. Είναι ωστόσο δεδομένο ότι η Ώστεν γεννήθηκε στο μικρό χωριό Steventon της κομητείας Hampshire, ένα μέρος με μόλις 250 κατοίκους, είχε άλλα επτά αδέλφια και ήταν γόνος μίας σχετικής εύπορης οικογένειας αν και οι δικοί της δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πλούσιοι με την ακριβή έννοια που νοούταν κάποιος πλούσιος στην φεουδαρχική Αγγλία της Γεωργιανής περιόδου.

Κατά τα άλλα, η ζωή της σημαντικής αυτής μυθιστοριογράφου που δημιούργησε μερικούς από τους διάσημους χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας τυλίγεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Πλήρης απουσία συναισθηματικών ενδιαφερόντων (λέγεται ότι η Ώστεν δεν εpωτεύτηκε ποτέ και ότι αρνήθηκε κάποιες προτάσεις γάμου που της έγιναν γιατί επιθυμούσε να μείνει για πάντα στο πατρικό της). Η αδιαφορία της για τα ταξίδια και τις αλλαγές παραστάσεων. Η απόλυτη ικανοποίηση που φαίνεται πως αισθανόταν παραμένοντας σχεδόν μία ολόκληρη ζωή στο αγαπημένο σπίτι των γονιών της με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα που πέρασε στην Οξφόρδη για σπουδές όπως επίσης στο Σαουθάμπτον και στο Μπαθ όπου βρέθηκε για λίγο όπως όλες οι κοπέλες της καλής κοινωνίας της εποχής. Στο συγκεκριμένο σπίτι ήταν που έγραψε τα έξι διάσημα μυθιστορήματα της και ένα 7ο μικρότερο αλλά και λιγότερο γνωστό, καθισμένη πάντα στην ίδια μικρή ροτόντα δίπλα σε ένα μεγάλο παράθυρο.

Το στρογγυλό τραπεζάκι όπου η Τζέιν Ώστεν έγραψε τα μυθιστορήματα της.

Η αρχή για το έργο της Ώστεν έγινε με το «Έλεανορ και Μαριάν», ένα βιβλίο που αργότερα πήρε έναν από τους πιο εμβληματικούς τίτλους της αγγλικής λογοτεχνίας και έγινε blockbuster με τους Έμα Τόμσον, Κέιτ Γουίνσλετ και  Χιού Γκραντ. To «Λογική και Ευαισθησία» πρωτοκυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1811, χωρίς το όνομα της συγγραφέως στο εξώφυλλο. Με ένα σκέτο και ασαφές “Βy A Lady” να προσθέτει επιπλέον μυστήριο στο γεγονός ότι άλλη μία γυναικεία φωνή έκανε την εμφάνιση της στα αγγλικά γράμματα, οι διακεκριμένοι κύκλοι των οποίων περιφρονούσαν έτσι κι αλλιώς βαθιά όποιον έχανε τον καιρό του διαβάζοντας λογοτεχνία αντί για σοβαρά δοκίμια.

Το πρώτο εξώφυλλο του «Λογική και Ευαισθησία».

Ακολούθησαν τα «Έμμα», «Μάνσιφλντ Παρκ», «Πειθώ», «Το Αββαείο του Νόρθαγνκερ» και το πιο διάσημο ίσως όλων «Περηφάνεια και Προκατάληψη», μία από τις πιο εμβληματικές ιστορίες έpωτα που ειπώθηκαν ποτέ. Υπάρχει λόγος που το χρονικό αγάπης του βαθύπλουτου κυρίου Ντάρσι και της αντιδραστικής Ελίζαμπεθ Μπένετ απέκτησε με το πέρασμα των χρόνων μία αίγλη μυθική, συμβολίζοντας μέχρι σήμερα την ουσία του πιο διάφανου ενδιαφέροντος για το αγαπημένο σου πρόσωπο, εκείνου του ενδιαφέροντος που δεν περιμένει αντάλλαγμα και δεν ενδιαφέρεται για την κοινωνική αποδοχή, του ενδιαφέροντος που ξεπερνάει κατά πολύ τις προσωπικές ανάγκες ενός ατόμου, εστιάζοντας στις ανάγκες που άλλου.

Και κάπως έτσι γεννήθηκε, από αυτή τη γυναίκα που έζησε τη ζωή της χωρίς έντονες συγκινήσεις και εμπειρίες αλλά και χωρίς να βιώσει η ίδια την γοητεία του μεγάλου έpωτα, το πιο μεγάλο πρότυπο ιδανικού άντρα στη παγκόσμια λογοτεχνία.  Ο επιβλητικός και αυστηρός κύριος Ντάρσι με τους δύσκολους τρόπους και την πολύ τρυφερή καρδιά εpωτεύεται σχεδόν από την πρώτη στιγμή την Ελίζαμπερ Μπένετ και επιθυμεί  σαν τρελόςγια τον εαυτό του αυτό που συμβούλεψε τον καλύτερο του φίλο, ο οποίος υπήρξε εpωτευμένος με την αδελφή της, να αποφύγει πάση θυσία. Να συγγενέψει με την απλοϊκή, χοντροκομμένη, άξεστη σε αρκετές στιγμές οικογένειας της.

Από την άλλη, η Ελίζαμπεθ, όπως και η Μαριάν του «Λογική και Ευαισθησία» αλλά και η Κάθριν του «Αββαείου» ήταν ένα κορίτσι βυθισμένο στα βιβλία που αγαπούσε  και στους μεγάλους περιπάτους στην εξοχή, με πολύ διαφορετικά ζητούμενα και ενδιαφέροντα από τα υπόλοιπα κορίτσια του καιρού της. Σε αντίθεση όμως με άλλες ηρωίδες της Ώστεν, όπως και άλλους γνωστούς χαρακτήρες της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, είναι ένα πλάσμα με σκληρή και άκαμπτη γλώσσα, υπόγεια ειρωνεία(χαρακτηριστικό στην αφήγηση της Ώστεν) και μία απίστευτα ξεροκέφαλη στάση ζωής. Λερώνεται περπατώντας στις λάσπες και αδιαφορεί, μένει ασυγκίνητη απέναντι στην τεράστια περιουσία του Ντάρσι, αγαπάει την οικογένεια της πολύ πιο πάνω από τον ίδιο της τον εαυτό, αλλά αντιστέκεται στις επιθυμίες με σθένος της μητέρας της όταν την πιέζει να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπάει.

Εικονογράφηση από τις πρώτες εκδόσεις του Περηφάνεια και Προκατάληψη. Η σκηνή της εpωτικής εξομολόγησης του Ντάρσι στην Ελίζαμπεθ Μπένετ.

Όποιος έχει τύχει να συναντηθεί σε μικρή ηλικία με το «Περηφάνια και Προκατάληψη» αλλά και με τα υπόλοιπα βιβλία της Ώστεν, βιβλία γεμάτα από την καθημερινότητα μίας μακρινής σε εμάς κοινωνίας, αλλά τόσο ζωντανά και αληθινά στον τρόπο που διεισδύουν και αναλύουν τις ανθρώπινες σχέσεις που μοιάζουν αναλλοίωτα στον χρόνο, έχει μάλλον καταφέρει να αποκτήσει έστω κάτι λίγο από τις δικές της αξίες για την ζωή και τον κόσμο γύρω μας. Μίας ζωής που περιφρονεί την οικονομική σίγουρα και καταξίωση και γίνεται θυσία για όσους αγαπά. Ακόμα πιο σημαντικό, γίνεται θυσία για όσους αγαπά αυτός που αγαπάμε. Μιας ζωής που είναι ευτυχισμένη με τα λίγα και μειδιάζει απέναντι σε όσους κουράζονται υπερβολικά, αναζητώντας τα υπερβολικά πολλά. Που προσφέρει απλόχερα σε όσους το αξίζουν χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα, που κρατάει τον λόγο της μέχρι το τέλος ακόμα κι αυτό είναι τελικά κόντρα στο συμφέρον της.

Δεν μοιάζει παράλογο που το σλόγκαν “I blame Mr. Darcy for my high expectations on men” («Φταίει ο κύριος Ντάρσι που έχω τόσο υψηλές προσδοκίες από τους άντρες» παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα μότο σε μπλουζάκια και κούπες στη Μεγάλη Βρετανία. Και θα παραμένει πάντα λιγάκι ανεξήγητο. Πώς μία γυναίκα που, όπως η ιστορία τουλάχιστον υποστηρίζει,δεν συνάντησε ποτέ την αγάπη ήξερε τόσο καλά τι σημαίνει να αγαπάς.

Το σπίτι της Τζέιν Ώστεν.

Πορταίτρο της Τζέιν Ώστεν.

“I have fought against my better judgement, my family’s expectations, your inferiority of your birth, my rank, I want to put them aside and ask you to end my agony. I love you. Most ardently. Please do me the honor of expecting my hand” («Πολέμησα ενάντια στην κρίση μου, στις προσδοκίες της οικογένειας μου, στην κατώτερη κοινωνική σας τάξη, τώρα θέλω να τα βάλω όλα στην άκρη και να σας παρακαλέσω να δώσετε τέλος στην αγωνία μου. Σας αγαπώ. Τρομερά. Σας παρακαλώ να μου κάνετε τιμή να δεχθείτε το χέρι μου»). Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς διαλόγους του βιβλίου στην πετυχημένη κινηματογραφική μεταφορά με την Keira Knightley και τον Matthew Macfadyen.

* Η Τζέιν Ώστεν πέθανε στα 42 της από μία σπάνια τότε ασθένεια που οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν, τον Ιούλιο του 1817. Πριν από 200 ακριβώς χρόνια. Φέτος το βρετανικό κράτος την τίμησε τοποθετώντας το πορταίτρο της στην πίσω πλευρά του νέου, πλαστικοποιημένου δεκάλιρου. Ένα χαρτονόμισμα που λέγεται ότι είχε τεράστια συμβολική σημασία για την ίδια αφού αυτό ήταν το ποσό που πήρε για το πρώτο μυθιστόρημα της «Λογική και Ευαισθησία».

To νέο δεκάλιρο.

Advertisement