Θαύμα της Παναγίας της Κρεμαστής Ρόδου
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρεμαστής ασχολούνται με τη γεωργία. Είναι γνωστό σε όλους ότι πολλές φορές ο κόπος και ο ιδρώτας του γεωργού πάει στα χαμένα, γιατί εξαρτάται από παράγοντες ανεξάρτητους από τη θέλησή του.
Η ξηρασία, η υγρασία, το χαλάζι, η παγωνιά και άλλα καιρικά φαινόμενα ρυθμίζουν τη σοδειά. Όλα εξαρτώνται από τον ουρανό. Γι’ αυτό και το μοναδικό στήριγμα του γεωργού είναι ο Θεός. Αυτόν παρακαλεί κάθε πρωί όταν κάνει τον σταυρό του κατά την ανατολή, πριν ξεκινήσει για κάθε γεωργική εργασία. Και σ’ Αυτόν εναποθέτει όλες τις ελπίδες του για να έχει καλή παραγωγή.
Εκείνη τη χρονιά ο Θεός φαίνεται ότι τους έχει ξεχάσει. Έχει περάσει όλος ο χειμώνας χωρίς να βρέξει. Όλο το χωριό βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Τα πηγάδια δεν έχουν νερά. Η γη έχει ξεραθεί. Τα δέντρα και τα λαχανικά περιμένουν άδικα να πιουν. Ο κάμπος όλος στενάζει. Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αναβροχιά και ξηρασία για έναν τόπο γεωργικό. Ανομβρία στη γεωργία σημαίνει καταστροφή.
Όλοι λοιπόν οι κάτοικοι, με την έντονη θρησκευτικότητα που τους διακρίνει, θεωρούν ότι το κακό δεν είναι τίποτε άλλο από τιμωρία του Θεού. Οργή του Θεού που θέλει να τους συνετίσει για τις αμαρτίες τους. Δοκιμασία για λόγους που μόνο Εκείνος γνωρίζει. Γι’ αυτό αποφασίζουν να βάλουν την Παναγιά την Καθολική, που είναι δικός τους άνθρωπος, μεσίτρια. Αυτή θα παρακαλέσει «τον Υιόν και Θεόν Της», για να στείλει θείο δώρο, τη βροχή.
Μαζεύονται λοιπόν την ορισμένη μέρα στην Εκκλησία για να κάμουν Παράκληση στην Παναγιά. Ο περισσότερος κόσμος είναι έξω από το Ναό, λόγω στενότητας του χώρου, επειδή έχει μαζευτεί όλο το χωριό. Περιμένει να τελειώσει η Παράκληση και στη συνέχεια να γίνει η Λιτανεία της Εικόνας, γύρω από το ναό. Εκείνη την πρωινή ώρα, περνούν πάνω στα ζώα τους μερικοί Σορωνιάτες. Πηγαίνουν στην πόλη για να ψωνίσουν. Βλέπουν τη συγκέντρωση των Κρεμαστενών και ρωτούν να μάθουν τι συμβαίνει. Όταν πληροφορούνται την αιτία της μάζεψης του κόσμου, τότε με την καυστική ειρωνεία των λόγων τους, λένε αστόχαστα: «Πάρτε και τις ομπρέλες για να μη βραχείτε» και συνεχίζουν το δρόμο τους.
Τελειώνει η Λιτανεία. Χωρίς υπερβολή με το Αμήν του παπά, αρχίζουν από το Γαρμπή να προβάλλουν τα πρώτα συννεφάκια. Ο ήλιος, που λαμπρός ξεκίνησε το ημερήσιο ταξίδι του γρήγορα αρχίζει να παίζει κρυφτό πίσω από τα σύννεφα, τα οποία συνέχεια έρχονται πυκνά και μαύρα, κατάφορτα από βροχή. Πριν το μεσημέρι ανοίγουν οι κρούνοι του ουρανού. Η βροχή πέφτει ασταμάτητα, δυνατή, πρωτόγνωρη και ζωηφόρα για όλα τα πλάσματα! Ευλογία Θεού για τη διψασμένη γη! Το θαύμα είναι γεγονός. Ευφραίνονται χαρά μεγάλη οι χωρικοί. Δοξάζουν το Θεό και ευχαριστούν τη συγχωριανή τους Παναγία.
Το απομεσήμερο με το σταμάτημα της βροχής, οι περισσότεροι κάτοικοι βρίσκονται στα καφενεία του κεντρικού δρόμου και συζητούν το ευχάριστο γεγονός της ημέρας. Κανένας δεν θυμάται τα πρωινά ειρωνικά πειράγματα των Σορωνιατών. Νάτοι όμως που επιστρέφουν βρεγμένοι ως το κόκκαλο. Τα σακιά με το αλεύρι, ασκέπαστα και απροφύλακτα από τη βροχή πάνω στα ζώα, στάζουν άσπρα ζουμιά. Ντροπιασμένοι και με σκυφτά τα κεφάλια, γιατί αμφισβήτησαν με τα λόγια τους τη θαυματουργική δύναμη της Παναγιάς, περνούν και δεν γυρίζουν ούτε για να χαιρετήσουν.