Θα ζούσες χωρίς Facebook;
Είδα το «Black Mirror» φυτεμένος στον καναπέ, ποτισμένος με μπίρα να ξεπλένει τα υπολείμματα ποπ κορν από τα δόντια. Η τέχνη είναι συχνά σαν το ποδόσφαιρο: μπορεί να σε οδηγήσει στην απόλυτη παρακμή.
Αν δεν το έχετε δει, είστε υποχρεωμένοι να το κάνετε το συντομότερο δυνατό. Δύο Σαββατοκύριακα δουλειά είναι. Στο Netflix ή, τέλος πάντων, όπου μπορεί ο καθένας. Σειρά θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Κάθε επεισόδιο εκτυλίσσεται στο μέλλον και πάντα υπάρχει μία τεχνολογική εφαρμογή, γύρω από την οποία πλέκεται ο μύθος. Κάποια στιγμή, μεταξύ επεισοδίων, σκέφτηκα ότι αυτό που έκανε κάποτε η λογοτεχνία έχει περάσει εδώ και καιρό στη μυθοπλασία της εικόνας, είτε πρόκειται για τηλεόραση είτε για σινεμά. Κοίταξα στη βιβλιοθήκη τις καλές εκδόσεις του Ιουλίου Βερν.
Ο μόνος λόγος για να τις δώσεις σε ένα παιδί είναι μήπως και αποκτήσει επαφή με το κλασικό. Όμως εδώ και καιρό δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα για να ενθουσιάσει ένα νεανικό μυαλό. Ισχύει και για τους μεγαλύτερους. Κάποτε οι παρέες έπιαναν την κλωστή της συζήτησης μέσα από βιβλία. Τώρα έχουν τις σειρές. Δεν είναι κακό, κάθε άλλο. Είναι πιο ξεκούραστο, ίσως και πιο συναρπαστικό. «Black Mirror». Τρίτη σεζόν, πρώτο επεισόδιο. Στο μέλλον το κοινωνικό status θα καθορίζεται από την επίδοση του ανθρώπου και τη δημοφιλία του στα social media. Όλοι είναι με το τηλέφωνο στο χέρι. Χαιρετάς κάποιον και αυτομάτως τον βαθμολογείς. Η υψηλή βαθμολογία είναι στόχος ζωής. Αν έχεις από ένα σκορ και κάτω δεν μπορείς να πάρεις δάνειο. Και αν πας πιο χαμηλά, δεν μπαίνεις ούτε σε καφετέρια. Το «φιλαράκι έχεις ένα ευρώ» που ακούς σήμερα, θα αντικατασταθεί από το «φιλαράκι θα μου δώσεις κανένα αστεράκι στη βαθμολογία»; Υπερβολικό. Ναι, εντάξει, αλλά και πριν από δέκα χρόνια θα σου φαινόταν γελοίο να άκουγες ότι στα πιτσιρίκια γεννιέται παρεξήγηση έτσι και ο ένας δεν κάνει like στον άλλον.
Ώρες-ώρες σκέφτομαι ότι κάπου την έχουμε πατήσει με τα social media. Άσχημα. Δεν είναι μόνο ο χαμένος χρόνος –φαντάσου πόσο χρόνο θα κέρδιζες αν δεν έμπαινες ποτέ πια στο Facebook ή στο Twitter. Είναι το νέο είδος κοινωνικού ελέγχου και κριτικής που έχουμε βάλει στις ζωές μας. Στα social media δείχνεις χαρακτήρα. Μη σου πω ότι διαμορφώνεις κιόλας. Ξέρω ανθρώπους που ξοδεύουν χρόνο πριν αποφασίσουν τι θα δημοσιεύσουν, ποια ώρα θα το κάνουν και με τι φωτογραφικό υλικό θα το επενδύσουν. Κατά μία εκδοχή το Facebook έχει επαναφέρει το «πρόσεξε τι θα πει ο κόσμος». Θα μου πεις ότι εκεί μέσα μπορείς να παρουσιάσεις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού σου, δεν είναι ανάγκη να είσαι αληθινός. Και αν είσαι; Λες σήμερα μία ανοησία επί του πολιτικού και κάποιος σου τρίβει στη μούρη κάτι που πέταξες πριν πέντε χρόνια. Δημοσιεύεις φωτογραφία και ένας θα σου πει ότι ίσως πάχυνες, δεν είσαι εκείνος που ήσουν. Αυτό είναι φριχτό. Όχι μόνο είσαι υπό συνεχή έλεγχο και κριτική, αλλά έχεις χάσει και το δικαίωμα στη λήθη.
Ακόμα και αν θέλεις να ξεχαστούν αυτά που είπες και έκανες, μπορεί να μη θέλουν οι άλλοι. Διότι, ναι, μπορεί να ακούγεται γοητευτικό το να έχεις όλη σου τη ζωή online, όμως τι κάνεις όταν η μνήμη σε τσακίζει; Είναι στιγμές που όλο αυτό το βρίσκω καταπιεστικό. Θέλω να σβήσω το account να ανταλλάξω email με δέκα ανθρώπους και να διαθέσω τον κερδισμένο χρόνο σε κάτι δημιουργικό. Μπορεί να φυτέψω μαρούλια ή να διαβάσω πέντε βιβλία παραπάνω. Μιλάμε για, τουλάχιστον, μία ώρα την ημέρα. Δεν το κάνω. Λέω στον εαυτό μου ότι κρατάω το account για επαγγελματικούς λόγους, αλλά, η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι ότι η ζωή μου θα αποκτήσει μία τρύπα χωρίς αυτό. Δεν είναι οι επαφές που θα χάσω, όχι. Είναι που θα χαθώ εγώ από αυτούς, θα είναι σαν να μην υπάρχω, θα ξεχαστώ. Ήμουν πάντα τέτοιο ψώνιο ή έγινα εκεί μέσα;