Τα σαφή όρια χτίζουν υγιείς προσωπικότητες.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ανθρώπους που βίωσαν ως παιδιά έντονη αυστηρότητα από τους γονείς τους, ακούγοντας πιο συχνά το ΟΧΙ και το ΜΗ και μια σκανταλιά τους οδηγούσε γρήγορα σε τιμωρία, να λένε τώρα πως οι ίδιοι στην οικογένεια τους θα κάνουν το ακριβώς αντίθετο;
Θα είναι, δηλαδή, υπερβολικά χαλαροί για να νιώθουν τα παιδιά ελεύθερα και όχι καταπιεσμένα.
Τι είναι άραγε πιο σωστό; Ή μάλλον γίνεται κάποιος από τους παραπάνω τρόπους άσκησης των ορίων να έχει υγιή αποτελέσματα;
Την απάντηση ίσως την έδωσαν με τον δικό τους τρόπο διάφοροι θεωρητικοί, οι οποίοι ασχολήθηκαν σε σημαντικό βαθμό με την επίδραση των ορίων στην οικογένεια.
Τα όρια που αφορούν το σύστημα της οικογένειας είναι κυρίως τρία, πιο συγκεκριμένα τα άκαμπτα, τα συγκεχυμένα και τα σαφή όρια.
Άκαμπτα όρια έχουμε όταν οι κανόνες, οι οποίοι επιβάλλονται συνήθως από τον έναν ή ακόμη και τους δυο γονείς, είναι αυστηροί και μη διαπραγματεύσιμοι, με αποτέλεσμα αυτή η έλλειψη ευελιξίας να κρατά τα μέλη της οικογένειας σε μια απόσταση, κυρίως συναισθηματική.
Επιπροσθέτως, από τα άτομα αυτά φαίνεται να απουσιάζει το αίσθημα του ανήκειν, η αφοσίωση καθώς επίσης και η ικανότητα να ζητήσουν βοήθεια εφόσον δεν έμαθαν να ακούγονται οι ανάγκες τους στην οικογένεια που μεγάλωσαν.
Τα συγκεχυμένα όρια μπορούμε να τα καταλάβουμε καλύτερα εάν σκεφτούμε οικογένειες που το κάθε μέλος γνωρίζει με λεπτομέρεια τι γίνεται στη ζωή του άλλου μέλους, παίρνει συνήθως θέση, αλλά εμπλέκεται κιόλας στις υποθέσεις του γιατί θεωρεί πως έχει χρέος να το κάνει.
Επίσης, πολύ συχνά λαμβάνει ακόμη και αποφάσεις ο ένας για λογαριασμό του άλλου, χωρίς καν να του ζητηθεί. Το πρόβλημα του ενός αφορά όλη την οικογένεια και μια αναστάτωση εμφανίζεται γρήγορα.
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες αυτής της κατάστασης; Τι γίνεται όταν δε χρειάζεται να σκεφτείς λύση για το πρόβλημα σου εφόσον μεριμνούν άλλοι για αυτό ή έχεις ότι θελήσεις πριν καν το ζητήσεις; Το δε λέω «Όχι», δε βάζω κανόνες αλλά είμαι δίπλα σου και σκέφτομαι για τις ανάγκες σου πριν από εσένα έχει επιπτώσεις σε όλα τα μέλη.
Αυτό συμβαίνει καθώς χάνουν την ανεξαρτησία τους, την αυτονομία τους και τη δυνατότητα να ασχοληθούν με καινούργια πράγματα. Τους μεν γονείς, τους «ρουφάει» ο γονεϊκός ρόλος, βλέποντας τον ως κύριο ρόλο της ζωής τους πλέον, ενώ τα δε παιδιά δε μαθαίνουν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις, πλήττεται η αυτοεκτίμησή τους και δυσκολεύονται ιδιαίτερα να δημιουργήσουν σχέσεις εκτός οικογένειας.
Επομένως, τα μη υγιή όρια επιφέρουν συναισθηματική ένταση, η οποία δύναται να οδηγήσει σε άγχος, κατάθλιψη, εξάρτηση ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια ψυχοσωματική ασθένεια εμφανίζεται προκειμένου να φέρει την ισορροπία.
Αντιθέτως, για να είναι μια οικογένεια λειτουργική, χρειάζεται όρια σαφώς καθορισμένα, χωρίς εξηγήσεις του τύπου «έτσι», «επειδή το λέω εγώ» ή «όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Επίσης, όρια, σταθερά και με ελαστικότητα, δηλαδή να μπορούν να προσαρμόζονται στην εκάστοτε συνθήκη.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για απαράβατους κανόνες και για πρέπει καθώς υπάρχει από πίσω και ένα εξαρτάται, το οποίο χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη όταν αυτό απαιτείται. Όταν είσαι εκεί για το παιδί να το ακούσεις, να το συμβουλεύσεις, να επικοινωνήσεις ποιοτικά μαζί του, να αφουγκραστείς τις ανάγκες του, αφήνοντας το όμως να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, ανάλογα πάντα με την ηλικία του, τότε το παιδί και τα μέλη γενικότερα αισθάνονται ότι λαμβάνουν υποστήριξη αλλά και ένα βαθμό αυτονομίας.
Συμπερασματικά, τα όρια είναι σαν ένας νοητός κύκλος γύρω από εμάς που προστατεύει τον προσωπικό μας χώρο και διαχωρίζει τον εαυτό μας από τους άλλους. Ωστόσο, ο νοητός αυτός κύκλος δεν πρέπει να είναι ούτε τελείως κλειστός ώστε να μας στερεί την επικοινωνία με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά ούτε και τόσο ανοιχτός ώστε να χάσουμε τον έλεγχο της ζωής μας.