Τα παιδιά τα νησιώτικα είναι αλλιώτικα!
Πόντια βουνίσια απ’ τη μία πλευρά και νησιώτισσα τρελή απ’ την άλλη, πάντα ήμουν παιδί των αντιθέσεων. Κι όσο αγαπάω εξίσου τους τόσο διαφορετικούς τόπους καταγωγής μου, πάντα όσο πλησιάζει το καλοκαίρι μου βγαίνει αυθόρμητα σαν τους Μύριους του Ξενοφώντα αυτό το: «θάλαττα, θάλαττα», μωρό γιατί ήμουν λίγο τσεβδό. Τώρα γιατί το πιο κοντινό που βλέπω σε θάλασσα είναι ο Θερμαϊκός.
Τα καλύτερα καλοκαίρια εκεί κάτω απ’ τον ήλιο και μέσα στην αλμύρα. Θάλασσα πρωί-μεσημέρι-απόγευμα, 7 μέρες την εβδομάδα, 3 μήνες το χρόνο. Μέχρι τα δάχτυλα να σουφρώσουν και να κοντεύεις να βγάλεις μεμβράνες σαν τα παπιά. Μαύρισμα στις 50 αποχρώσεις του σοκολατί και διάθεση έξω ντέρτια και καημοί.
Κι όχι γιατί έχω νησιώτικη φλέβα, αλλά με τα χρόνια κατάλαβα ότι τα νησιά κι οι άνθρωποί τους έχουν κάτι το διαφορετικό. Ίσως επειδή είναι αυτόνομες υπάρξεις. Ένα κομμάτι γης αποκομμένο απ’ τη στεριά και τον τρόπο ζωής εκεί. Απ’ την Κρήτη μέχρι και τη Θάσο, το καθένα κι ένα διαφορετικό φυσικό και ανθρώπινο αποτύπωμα. Τοπία, κουζίνες, μουσικές, χοροί, έθιμα και παραδόσεις, τρόποι και συνήθειες .
Μα μέσα στην όλη διαφορετικότητα κάτι μοιάζει ίδιο από νησί σε νησί, οι άνθρωποι. Άνθρωποι κοσμοπολίτες κι ερημίτες ταυτόχρονα. Η κοσμοθεωρία τους συνοψίζεται στο τρίπτυχο: ήλιος-θάλασσα-ουρανός. Και μάλλον από εκεί αντλούν κι όλη αυτή τη μόνιμη χαλαρότητα και το χαμόγελο. Δε βιάζονται, δεν αγχώνονται. Στη ζωή τους θα δεις να κυριαρχεί το νόημα που εμείς στις πόλεις συχνά το χάνουμε λόγω της βιασύνης μας και της ταχύτητας των πραγμάτων.
Γιατί άλλωστε να βιάζεται κανείς σ’ ένα νησί; Υπάρχουν 5 διαφορετικοί δρόμοι που θα σε βγάλουν στο ίδιο σημείο. Γι’ αυτό κι όταν οι τουρίστες ρωτάνε εμάς τους ντόπιους: «για εκεί καλά πάω;» η απάντηση είναι μόνο «ναι», ακόμα κι όταν δεν πάνε καλά! Στο νησί συνεπώς δεν μπορείς να χαθείς. Κι αν τα καταφέρεις, τότε σίγουρα θα βρεθείς κάπου καλύτερα. Και φυσικά για όσο θα βλέπεις θάλασσα δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Αυτό όμως που αναγνωρίζω περισσότερο στους νησιώτες, είναι ότι σε κάνουν να νιώθεις οικογένεια. Είτε μεγάλωσαν στο νησί είτε όχι, είτε μένουν είτε δε μένουν πλέον εκεί, είναι στη νοοτροπία και το DNA τους. Μαζί τους στην παρέα αισθάνεσαι πιο ζεστά κι οικεία, θες ο τρόπος που μιλάνε; Θες ο αέρας τους που φέρνει κάτι απ’ τον τόπο τους;
Είναι συνήθως πιο απλοί στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους, ακριβώς όπως το τοπίο που τους γέννησε. Ξεχωρίζουν συχνά στους τρόπους τους από έναν αυθορμητισμό και μια ορμητικότητα που άλλος θα την πει τσαμπουκά. Εγώ τη λέω αυθεντικότητα. Οι νησιώτες είναι απ’ τις πιο αληθινές ανθρώπινες φιγούρες που θα βρεις γιατί στο κλειστό νησιωτικό περιβάλλον δεν υπάρχει χώρος για τυπικότητες και γλυκανάλατες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Γιατί ξέρουν καλύτερα απ’ όλους το νόημα της φιλοξενίας και της αλληλεγγύης σε πείσμα όσων τα έχουν εμπορευματοποιήσει για χάρη του κέρδους και του τουρισμού. Είναι άνθρωποι ευρηματικοί, ευέλικτοι κι ανοιχτοί στα καινούρια στοιχεία και συνάμα πιστοί σε αυτά που διαχρονικά τους διαμόρφωσαν και τους χαρακτηρίζουν.
Είναι φύσει άνθρωποι ανήσυχοι και ταξιδιάρηδες λόγω της θάλασσας. Όσο επιθυμούν να καβαλάνε πλοία και να βρεθούν αλλού, άλλο τόσο και περισσότερο το μόνο που τους νοιάζει είναι πότε θα κατέβουν απ’ το πλοίο και θα ξαναπατήσουν στον τόπο τους.
Τα καλοκαίρια ξέρουν τι θα πει υπαίθριο πανηγύρι και μουσικές μέχρι πρωίας γιατί εκεί δεν τίθεται διατάραξη κοινής ησυχίας. Τους χειμώνες μαζεύονται σε μικρά ταβερνάκια, καφενέδες και κουτούκια και δώσε του πάλι μουσικές, οινοπνεύματα και παρέες. Που μεταξύ μας όμως, τόσα χρήματα για αχανή κλαμπ και ψαγμένα μπαρ στις πόλεις και τελικά την καλύτερη νυχτερινή ζωή την κάνεις καλοκαίρι στα νησιά. Οι νησιώτες ξέρουν να γλεντάνε και να βάζουν πάντα και τον άλλον στο κέφι.
Και τι είναι αυτό που τους δένει άραγε περισσότερο απ’ τους άλλους με τον τόπο τους; Λιγότερο τσιμέντο και περισσότερο γαλάζιο. Γαλάζιο στη θάλασσα, γαλάζιο στον ουρανό. Λιγότερος θόρυβος, περισσότερη και πιο αληθινή επαφή με τους γύρω τους και τη φύση. Στα νησιά η έννοια της οικογένειας είναι πιο ευρεία από οπουδήποτε αλλού, δε μένει στο σπίτι ούτε στη γειτονιά.
Η μικρότερη μονάδα είναι το χωριό. Ένα χωριό στο οποίο μπορείς να έχεις σπίτι κι όχι κουτί. Με αυλή, μπαλκονάρα, ντοματούλες, μαρουλάκια, δέντρα κι ό, τι θέλει να βλέπει τέλος πάντων το μάτι σου. Από τον ήλιο, μέχρι το ηλιοβασίλεμα και το φεγγάρι. Ένα μέρος όπου μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια και με ανοιχτά τα παράθυρα το καλοκαίρι. Πράγμα που μου κακοφαινόταν μικρή, καθότι παιδί της πόλης. Τώρα ξέρω ότι στο νησί το πολύ-πολύ να σου κάνει ντου καμιά γάτα όταν κοιμάσαι.
Θα μπορούσα να βρω άλλους χίλιους λόγους γιατί οι νησιώτες είναι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι και τα έχουν βρει με τη ζωή λιγάκι παραπάνω. Άνθρωποι απ’ το εξωτερικό έρχονται να μείνουν στα ελληνικά νησιά γιατί εδώ θα σου πουν ότι βρήκαν τον προσωπικό τους παράδεισο. Αυτό και μόνο αρκεί.
Εγώ πάλι ποντάρω στην εκδοχή ότι το καλοκαίρι δε χρειάζεται να πάνε αλλού για διακοπές. Μεγαλύτερη τύχη από αυτή υπάρχει;