Στρατής Μυριβήλης: Υπάρχουν κάποια λάθη που πρέπει να γίνονται.
Της Στεύης Τσούτση.
Μπορεί να ήταν μέτριος μαθητής αλλά κατάφερε να γίνει ένας από τους κορυφαίους έλληνες πεζογράφους. Ο λόγος για το Στρατή Μυριβήλη που σαν σήμερα, 19 Ιουλίου 1969, έφυγε από τη ζωή. Ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’30. Έζησε από το μέτωπο τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ως εκ τούτου η θεματολογία του θα μείνει βαθιά αντιπολεμική. Ο Μυριβήλης ήξερε όσο κανείς να περιγράφει με λυρισμό τις εικόνες του, να μεταφέρει το χρώμα, το άρωμα, την αίσθησή τους στον αναγνώστη.Το 1949 του απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Όσο για το βραβείο Νόμπελ; Προτάθηκε τρεις φορές, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να το αποκτήσει. Απόκτησε όμως μια θέση στην καρδιά των αναγνωστών με τη λυρικότητα και ποιητικότητα του λόγου του. Ο πολυγραφότατος Στρατής Μυριβήλης, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συγγραφείς μας, διαβάζεται μέχρι και σήμερα με αγάπη και θαυμασμό. Η “Ζωή εν Τάφω”, η “Παναγιά η Γοργόνα”, η “Δασκάλα με τα χρυσά μάτια”, το “Γαλάζι Βιβλίο” είναι λίγα μόνο από τα έργα του που χαράχτηκαν βαθιά μέσα μας.
«Πέρασαν ώρες, πέρασαν μέρες, πέρασαν εβδομάδες, πέρασαν μήνες από τότε που ο Σαμπάοθ οργίστηκε και έδιωξε από τον παράδεισο το ζευγάρι των πρωτόπλαστων ανθρώπων. Νέους κόσμους έφτιαχνε, παλιούς κόσμους χαλούσε, να χορτάσει τη χαρά της δημιουργίας ο ωκεάνιος νους του και η φλογερή του καρδιά. Ήθελε να τους ξεχάσει τους δυο καταραμένους, έκανε κιόλας πως δεν του συλλογιόταν πια, πως δεν τον έμελε που βρίσκονταν και πως τα περνούσαν. Όμως ο νους του ολοένα και πετούσε κατά ʽκείνους… Πατέρας! Ο Σαμπάοθ είπε επίσημα: Ευλογημένη να είναι τούτη η μέρα τη συγχώρεσης, η μέρα του γυρισμού, να λογαριαστεί σαν μια ακόμα μέρα από τις επτά της δημιουργίας, γιατί σήμερα δημιούργησα τη συγχώρεση. Σηκώνω την αμαρτία από πάνω σας, θα σας κάνω πάλι αγνούς και ανήξερους σαν τα πουλιά, θα σας κάνω άγιους σαν τους αγγέλους, όπως ήσασταν πριν δαγκώσετε το μήλο της αμαρτίας και δείτε τη γύμνια σας. Όχι αυτό, έλεος πατέρα, βόγκησαν οι δυο άνθρωποι. Αν αληθινά απέμεινε μέσα στην καρδιά σου λίγο έλεος για μας, άφησέ μας να γυρίσουμε πίσω πανάγαθε. Άφησέ μας το αμάρτημα που έγινε ο πλούτος της ζωής μας. Άφησέ μας τη νόηση του καλού και του κακού που έγινε η πικρή σοφία μας. Άφησέ μας στη γύμνια μας που έλυσε τη μοναξιά του κορμιού μας. Συμπάθησέ μας Κύριε που κάναμε έναν νέο παράδεισο την κατάρα σου.
Βρήκαμε τη νέα μας Εδέμ στον έpωτα και τη δημιουργική δουλειά. Μέσα στα δολερά λόγια του φιδιού ήταν μια νέα αλήθεια. Κι ο θάνατος τρελά παιδιά; Τον λησμονήσατε το θάνατο που σέρνεται σαν φίδι πίσω από τα βήματά σας από τότε που χάσατε τον παράδεισο. Με τον έpωτα τον νικήσαμε και το θάνατο Κύριε. Και η Εύα σήκωσε στα δυο της χέρια το δέμα που σφιχτά κρατούσε πάνω της τόση ώρα, πάνω στο στήθος της. Μέσα στην αρκουδοπροβιά σάλεψε το τριανταφυλλί σωματάκι ενός παιδιού. Μέσα από το πρόσωπό του χαμογελούσαν όλοι οι άγγελοι του χαμένου παραδείσου. Ευλόγησέ το πατέρα.
Ήταν το πρώτο παιδί της γης».
Υπάρχουν κάποια λάθη που πρέπει να γίνονται. Αν δεν χάναμε τον παράδεισο θα χάναμε την ελπίδα να τον ξανακερδίσουμε. Κι ακόμα και αν κάποιο λάθος δεν το ξεχάσεις ποτέ και δεν το αφήσεις ποτέ να σε ξεπεράσει, υπάρχει πάντα η ελπίδα πως με το χρόνο θα το καταλάβεις και θα το συγχωρήσεις.