Connect with us

Ενάμισι μέτρο όλος κι όλος, ένα ενενήντα δύο έγραφε η ταυτότητα, δυο μέτρα είμαι, καμάρωνες…

Δέκα τρία χρόνια άρρωστος, πρώτα το εγκεφαλικό, τώρα το Πάρκινσον, τσάκισε η μέση μου να σε σηκώνω, να σου αλλάζω πάνες, πιτζάμες, στην αγκαλιά μου ένας άντρακλας , σαν το σακί το γεμάτο φίσκα, που απ’ τα σαράντα του αδειάζει λίγο- λίγο κάθε μέρα.

Σε βλέπω έτσι διπλωμένο στα δυο, ανήμπορο, προσπαθείς να μου πεις κάτι, ακούγεται μόνο το ψεύδισμα ενός μωρού, θυμάμαι τη δυνατή φωνή σου, ερωτεύτηκα τη δύναμη και την παραφορά της, αργότερα όταν θύμωνες μου έφερνε τρόμο, απέφευγα τους καβγάδες γι’ αυτό το λόγο, τώρα μαντάρω συλλαβές ασύνδετες και αναστεναγμούς.

Ατέλειωτα μερόνυχτα στις καρέκλες των νοσοκομείων που περάσαμε, μπορώ να σου πω τα μυστικά ακόμα και των καθαριστριών, λαγοκοιμάμαι με το κεφάλι στα πόδια σου, η μισή στην καρέκλα κι άλλη μισή στο κενό, έχω βρει τον τρόπο να ξεκλέβω μία στάλα ύπνο, πριν ξυπνήσεις ξανά, ξυπνάς συνέχεια, πονάς, κρυώνεις, θέλεις ένα χάδι και πώς να το πεις…

Πού να το ‘ξερες, τότε, τα χρόνια της κραταιάς αρσενικής εξουσίας σου, πως θα ‘πεφτες στην ανάγκη μου, εξαρτάσαι απόλυτα από μένα, κρατάω στα χέρια μου τη στρόφιγγα του οξυγόνου σου, ανοίγω ή κλείνω την παροχή του φαρμάκου σου, σε ταΐζω ή σ’ αφήνω νηστικό, σε πλένω ή σ’ αφήνω μέσα στις ακαθαρσίες σου, από μένα ζεις, πού να το ‘ξερες καημένε μου, τότε που μου ‘φερνες τα πουκάμισα μέσα στο κραγιόν της Ρωσίδας και τα σώβρακα με την κολόνια της, τότε που αν τόλμαγα να διαμαρτυρηθώ για τις αλητείες σου μου έριχνες και κανένα χαστούκι, να πας στη μάνα σου μου ‘λεγες να κλαίτε παρέα το μακαρίτη, την πλήρωσα φαρμάκι την αγάπη που σου ‘χα.

Και τώρα εδώ οι δυο μας με σένα στριμωγμένο κι εμένα παντοδύναμη, ξέρεις πόσες φορές όλα αυτά τα χρόνια, σκέφτηκα να σε παρατήσω, έτσι μια χούφτα μαραμένη σάρκα με τρομαγμένο βλέμμα, ούτε με νοιάζει πια ποιος θα πει, τι θα πει, τη ζωή μου βλέπω, που την πέταξες στο περιθώριο όταν μπορούσες και την εκμεταλλεύτηκες στο έπακρο στην ανημπόρια σου, ακόμα και να σ’ αφήσω να πεθάνεις έχω σκεφτεί.

Ασταμάτητο πινγκ-πονγκ παίζουν οι σκέψεις στο κεφάλι μου, πότε σε λυπάμαι, πότε σε σιχαίνομαι, πότε σε μισώ, μα η αλήθεια είναι πως όλα αυτά σταματούν απότομα, όταν νιώσω το αποστεωμένο και τρεμάμενο δάχτυλό σου να χαράζει, με υπεράνθρωπη προσπάθεια, μια καρδιά στην παλάμη μου, αυτή είναι η μόνη στιγμή επικοινωνίας μας, όλο και πιο αραιά συμβαίνει πια.

Κι εκείνο που μιλάει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, εκείνο το ξεχωριστό και το ανεξήγητο μου λέει, πως γι’ αυτές τις σπάνιες στιγμές είμαι ακόμα εδώ και θα είμαι ως το τέλος.

Γράφει η Λίνα Δημοπούλου

Advertisement