Στην Κρήτη αν πας μία φορά πάντα θα επιστρέφεις
Έχει κάτι αυτός ο τόπος. Κάτι μαγικό. Έχει ανθρώπους όμορφους, με ζεστές ψυχές. Έχει μέρη μαγικά, που θαρρείς δε τα ‘χει ο κόσμος όλος. Έχει από εκείνα τα γλέντια που βλέπεις τον κόσμο να γίνεται μια γροθιά, να γιορτάζουν τη ζωή όλοι μαζί σαν μια οικογένεια. Αν με ρωτάς, η Κρήτη πολύ εύκολα θα μπει μέσα στην καρδιά σου και δε θα ξεριζωθεί από εκεί μέσα ποτέ.
Το χειμώνα θα χαθείς μέσα στα ορεινά χωριά της. Θα δεις μέρη όμορφα, φαράγγια και λίμνες, που είναι σαν να έχουν βγει από κάποιο παραμύθι, χρωματιστά αρχοντικά και ανθρώπους χαμογελαστούς, να σε καλωσορίζουν με κούπες κι άφθονη τσικουδιά, συντροφιά με τις μουσικές των Ξυλούρηδων και τις μαντινάδες.
Θα σε κάνουν αμέσως να νιώσεις σαν το σπίτι σου και πιο γεμάτος από ποτέ. Οι λιχουδιές θα είναι αμέτρητες. Εκεί μη λυπηθείς καμία μπουκιά και μη σκεφτείς καθόλου τα έξτρα κιλά. Απόλαυσέ τα όλα. Η κρητική κουζίνα είναι κάτι που δεν πρέπει να μένει ανεκμετάλλευτο. Άσε που οι άνθρωποι από εκείνα τα μέρη θα θέλουν να σε ευχαριστήσουν όσο τίποτε. Μη λες και πολλά «όχι». Γίνεσαι αυτομάτως ακατάδεκτος. Ενσωματώσου και ζήσε το.
Το καλοκαίρι θα περπατήσεις σε ονειρεμένες ακρογιαλιές. Το τιρκουάζ του Μπάλου, το εξωτικό φοινικόδασος στο Βάι, το πολυφημισμένο Ελαφονήσι είναι λίγες μόνο απ’ τις παραλίες που θα σου πάρουν το μυαλό. Εσύ με ένα μαγιό συντροφιά κι απέναντι ο Ψηλορείτης χιονισμένος να σε κοιτάει καθώς σου επιβάλλει το μεγαλείο του.
Το απόγευμα πια βόλτα στα σοκάκια του Ρεθύμνου και των Χανίων με ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι και το βράδυ για ρακές στα ρακάδικα που μαζεύονται όλοι οι φοιτητές και τα όμορφα παρεάκια λέγοντας τα νέα της ημέρας. Και σαν έρθει ο Αύγουστος, αρχίζουν για τα καλά τα πανηγύρια στις πλατείες των χωριών. Οι λύρες και τα βιολιά ηχούν από άκρη σε άκρη κι εσύ πια είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς στους ρυθμούς των ντόπιων. Κάτι μέσα σου κάνει την καρδιά σου να σκιρτά και πλέον αρχίζεις να νιώθεις κι εσύ ότι ανήκεις κάπου εκεί. Πως είσαι κι εσύ ένα πλέον με την Κρήτη.
Την Κρήτη δυστυχώς την έζησα λίγο. Μονάχα κάποιους μήνες το καλοκαίρι, μα ακόμα αυτή αναζητώ κι ακόμα εκεί γυρνάει ο νους μου. Στα φιλαράκια που έκανα εκεί και τα ένιωσα αδέρφια μου, στον καφέ που έπινα στο μπαλκόνι κοιτώντας κάθε πρωί τον Ψηλορείτη, στα χαμόγελα των γνωστών που απέκτησα και κάθε φορά που περνούσα από σοκάκια πίναμε και μια τσικουδιά και στα πανέμορφα ηλιοβασιλέματα που χάζευα με θαυμασμό κάθε απόγευμα περνώντας απ’ τη Φορτέτζα.
Είναι ένας τόπος ευλογημένος, που αν δεν έχεις επισκεφτεί ακόμη καλά θα κάνεις να το επισπεύσεις και να βρεθείς εκεί το συντομότερο. Μα αν έχεις βρεθεί εκεί, αν έχεις χαθεί κι εσύ μέσα σε εκείνα τα σοκάκια, αν έχεις μοιραστεί κι εσύ ένα χαμόγελο με έναν ντόπιο τότε η ψυχή σου είναι αναμφίβολα σαν τη δική μου. Χαμένη κάπου εκεί κι αιώνια εpωτευμένη με το όνομά της.