Σε ήθελα πολύ αλλά δεν ήξερα να σε κρατήσω.
Της Στεύης Τσούτση.
Άνοιξες την πόρτα κι έφυγες. Κι εγώ διάβασα στην πλάτη σου τη μεγαλύτερη, την πιο πικρή μου αλήθεια. Δε θα ξαναγυρνούσες. Είχαμε πια τελειώσει. Κανονικά θα έπρεπε να έχω πέσει στο πάτωμα και να κλαίω. Να σπαράζει το σώμα μου από τους λυγμούς μήπως και καταφέρει να βγάλει από μέσα του την ένταση. Μήπως και καταφέρει να γιατρευτεί από τον καημό σου. Καμία τέτοια αντίδραση, όμως, δε συνέβη. Παρέμεινα βουβή και νεκρωμένη να κοιτώ την κλειστή πόρτα. Μουδιασμένα τα πάντα μου και τα μάτια πεισματικά στεγνά.Ήθελα να κλάψω μα δεν μπορούσα.
Έσφιξα τα δόντια. Δεν έχω να σε κατηγορήσω για τίποτα. Εσύ ήσουν όπως έπρεπε. Κύριος απέναντί μου από την αρχή. Σωστός και μετρημένος. Συνειδητοποιημένος και τίμιος. Εσύ ήθελες μια γυναίκα στο πλευρό σου. Κι εγώ θέλησα όσο τίποτα να είμαι αυτή η γυναίκα, η σύντροφος της ζωής. Αλλά δεν τα κατάφερα. Και με πόνο λέω πως ήταν δικό μου το λάθος και μόνο. Εσύ έκανες ό,τι μπορούσες. Ήσουν ξεκάθαρος από την αρχή. Μόνο που εγώ δεν τα είχα τόσο τακτοποιημένα στο κεφάλι μου. Μόνο που εγώ δεν είμαι απλή περίπτωση. Και το τραγικό είναι πως δεν το είχα καταλάβει. Έλεγα πως οι πληγές που άφησαν πάνω μου οι άλλοι, οι προηγούμενοι, θα είχαν πια κλείσει. Έλεγα πως θα αρκούσε η έννοια και η αγάπη σου για να με κάνουν αυτό που έπρεπε να είμαι: Μια φυσιολογική γυναίκα που ξέρει πως να κρατήσει έναν άνδρα δίπλα της. Αλλά δεν. Οι πληγές μου δεν έκλεισαν καθώς φαίνεται ποτέ. Αντίθετα, έγιναν βαρύ φορτίο πάνω μου, με τραβούσαν, υπενθυμίζοντας την παρουσία τους.Με επηρέαζαν. Με φόβιζαν. Σε ήθελα μα δεν μπόρεσα να σε κρατήσω. Δε με άφησαν οι δαίμονες του παρελθόντος να σταθώ πλάι σε έναν άνθρωπο σαν κι εσένα. Το δικό σου μονοπάτι ήταν πολύ φωτεινό για τα δικά μου μάτια, τα συνηθισμένα στα σκοτάδια.
Ήταν τόσο φωτεινό που με τύφλωνε και δεν ήξερα που πήγαινα. Μεθυσμένα προχωρούσα αριστερά και δεξιά, δίχως να γνωρίζω ακριβώς τι κάνω και που πάω. Και τόσο που άντεξες, πολύ ήταν. Προσπάθησα να σε κρατήσω. Πάλεψα τον εαυτό μου με νύχια και με δόντια. Τον μάλωνα, τον ξέσκιζα. Του ούρλιαζα πως αυτό τον άνθρωπο δεν πρέπει να τον χάσει. Γιατί είναι καλός, είναι τίμιος, είναι όμορφος.Όμορφος άνθρωπος ήσουν. Κι όμορφα μου φέρθηκες. Στάθηκα όμως ανάξια. Γι’αυτό δεν κλαίω. Μόνο θυμώνω με μένα. Όσο για σένα, σου εύχομαι να είσαι καλά. Σου εύχομαι να βρεις κάποια λιγότερο πληγωμένη από μένα. Κάποια που θα θέλει να σε κρατήσει, όπως εγώ. Κάποια που αντίθετα με μένα θα ξέρει να το κάνει κιόλας. Και κοίτα να είσαι ευτυχισμένος. Σου το εύχομαι. Με όλη τη ρημαγμένη μου καρδιά στο εύχομαι.Αντίο.
Για τη Μ. που τον ήθελε μα δεν ήξερε να τον κρατήσει…