Πώς τα προλάβαινες όλα, μαμά;
Δε θα με ακούσεις πολλές φορές να σου λέω αυτά τα λόγια. Κι αυτό από μόνο του είναι άδικο και στενάχωρο, το ξέρω. Αλλά, απ’ την άλλη, πόσες φορές έχεις γυρίσει να παινέψεις τον εαυτό σου;
Είσαι μαζί μου απ’ το πρώτο βήμα μου. Και θα ‘σαι μαζί μου μέχρι το τελευταίο, ανεξάρτητα αν θα βρίσκεσαι εκεί.
Είσαι κομμάτι του εαυτού μου κι ενώ είχες κι ένα δικό σου εαυτό να κουβαλάς, πότε, μα ποτέ, δε μου είπες «δεν προλαβαίνω, δεν έχω χρόνο γι’ αυτό».
Ξυπνούσες πάντα πριν από μένα και κοιμόσουν αργότερα απ’ όλους. Βρισκόσουν πάντα εκεί, είτε με τη φυσική σου παρουσία είτε με τα λόγια σου στο μυαλό σου. «Πώς γίνεται να ξέρεις τόσα;» ρωτούσα το παιδικό μυαλό μου.
Ήξερες τι ώρα πρέπει να ξυπνήσω για να μην αργήσω στο σχολείο. Ήξερες πως πρέπει να πλύνω σωστά τα δόντια μου, για να μη χαλάσουν. Πόσα λεπτά πρέπει να βράσει το αβγό. Πού είναι αυτές οι αναθεματισμένες κάλτσες και πότε έγινε η συνθήκη των Σεβρών. Ήξερες πως φοβάμαι το σκοτάδι και πως αγαπάω τη Μαιρούλα. Ήξερες τα πάντα, κι εγώ τίποτα. Ένα πράγμα, όμως, δεν μπόρεσα να μάθω ποτέ. Πώς προλάβαινες, μαμά;
Να σηκωθείς χωρίς να χουζουρέψεις, χωρίς να πεις «πέντε λεπτά ακόμα!». Να βγάλεις τον σκύλο βόλτα. Να μας ξυπνήσεις να ετοιμαστούμε για το σχολείο. Να πας στη δουλειά και να μάθεις το νέο πρόγραμμα των υπολογιστών. Να ενημερώσεις το αφεντικό σου για την εξέλιξη της ημέρας και να εξυπηρετήσεις τους πελάτες. Και μέσα σε όλη αυτήν την πίεση εγώ να σε παίρνω και να σε ρωτάω: «Τι φαγητό έχει μαμά;».
«Σ’ αγαπάω πολύ» πάντα οι τελευταίες σου λέξεις. Και το φαγητό πάντα νόστιμο. Δε σταματούσες, όμως, εκεί. Συνέχιζες στη δουλειά κι ήξερες πότε θα έρθει ο τάδε και πού είναι ο γ@μημένος ο κόκκινος ο φάκελος, που ψάχνει απ’ το πρωί εκνευρισμένος ο προϊστάμενός σου. Σχολούσες, και σε χρόνο dt ήσουν σπίτι. Μας διάβαζες για τα αυριανά μαθήματα και ταυτόχρονα έφτιαχνες το φαγητό για την επόμενη. «Ήρθε η ώρα για τα αγγλικά, παιδιά» και δύο λεκάνες ρούχα σε περίμεναν πίσω. Όταν γυρνούσαμε, όλα στην εντέλεια, τακτοποιημένα στην ντουλάπα. Και μέσα σ’ όλα αυτά υπήρχε πάντα χρόνος για μια αγκαλιά.
Αλήθεια, μαμά, πώς προλάβαινες; Όχι για μία μέρα, δύο, τρεις. Αλλά για 365 μέρες τον χρόνο, όσα χρόνια ζούμε. Ξέρεις, όμως, ποιο είναι το οξύμωρο και ταυτόχρονα το πιο στενάχωρο; Αυτές οι λίγες μέρες που λύγιζες.
Τότε που δεν μπορούσες να κουβαλήσεις αυτήν την πίεση άλλο. Που χρειαζόσουν μια ανάσα. Φυσικά δεν επέτρεπες σε κανέναν να το καταλάβει ότι λύγιζες τη στιγμή εκείνη. Οι μέρες εκείνες, λοιπόν, που το αλάτι στο φαγητό ήταν παραπάνω και το πουκάμισο για το πάρτι που ήθελα τόσο να πάω δεν είχε προλάβει να σιδερωθεί, εκείνες οι μέρες ήταν οι πιο στενάχωρες για σένα. Όχι μόνο γιατί δεν τα κατάφερνες, αλλά γιατί αυτές θυμόμασταν. Είναι τόσο στενάχωρο κι άδικο αυτό. Και δυστυχώς δεν το βίωνες μόνο σπίτι. Και στη δουλειά συνέβαινε το ίδιο. Και στην κοινωνία, γενικότερα, το ίδιο.
Όλοι μαγικά ξεχνούσαμε την εντυπωσιακή πορεία σου και κοιτούσαμε τη μία κακή στιγμή στη διαδρομή σου. Το ασιδέρωτο πουκάμισο, το λογιστικό λάθος στο γραφείο και την εντύπωση πως τα παιδιά η μάνα τους τα ‘χει παρατημένα, επειδή ξέμεινε ένα πουκάμισο ασιδέρωτο. Πόσο υποκριτικό, μαμά!
Είμαστε οι ίδιοι που μιλάμε για ίσες ευκαιρίες, είμαστε αυτοί που σε παραφορτώνουμε ευθύνες. Ποιοι; Εμείς! Μιλάμε για ίσες ευκαιρίες στον άνθρωπο που δημιούργησε τις περισσότερες για εμάς. Πόσο υποκριτικό ξανά, μαμά!
Αλλά ξέρεις κάτι; Δε σε φοβάμαι, μαμά. Σε μια κοινωνία, σε ένα γραφείο, σε ένα σπίτι που βρίσκεται σε λήθαργο, πάντα θα κοιμάσαι τελευταία. Και το σημαντικότερο; Θα ‘σαι αυτή που μας ξυπνάς!
Σ’ αγαπώ, μαμά, κι είναι το λιγότερο που μπορώ να σου προσφέρω!