Ένα παραμύθι που θα σας θυμίσει πόσο απεριόριστη είναι η δύναμη της καλοσύνης.
‘Που είναι το κορίτσι;’ η γριά μάγισσα φώναξε στην γάτα. ‘Ήταν εδώ πριν λίγα λεπτά. Που είναι;’
‘Το έσκασε,’ γουργούρισε η γάτα γλείφοντας το πόδι της.
‘Τι εννοείς το έσκασε;’ είπε έκπληκτη η μάγισσα. Αυτό δεν μπορεί να έγινε!Γιατί είσαι εδώ; Υποτίθεται πως θα της ριχνόσουν και θα την γρατζούνιζες!’
‘Λοιπόν, κάτι συνέβη, κυρία μου…’ Η γάτα κοίταζε σκεφτικά τα νύχια της.
‘Βλέπετε, μου έδωσε κρέμα γάλακτος…’
‘Σε σένα;’
‘Σ εμένα…’
‘Κρέμα γάλακτος;’
‘Ήταν υπέροχη!’
‘Και απλά την έφαγες και την άφησες να φύγει; Πως μπόρεσες;’
‘Και λοιπόν; Τι έγινε;’ Η γάτα τεντώθηκε με ένα μεγάλο χασμουρητό. ‘Σε υπηρετώ σχεδόν εκατό χρόνια και ούτε ένα μπολ γάλα για αντάλλαγμα. Καιν αυτή μου πρόσφερε κρέμα γάλακτος!’
‘Σου έχω απαγορεύσει να αψηφάς τις διαταγές μου!’
‘Σε σέβομαι πολύ κυρία, είπε η γάτα κουνώντας τα αυτιά της, ‘αλλά σέβομαι και την κρέμα γάλακτος.’
‘Θα έπρεπε να μου δείχνεις ευγνωμοσύνη και να τι εισπράττω!’ είπε η μάγισσα περιφρονητικά, κουνώντας το κεφάλι. ‘Αντί να ευχαριστείς την κυρία σου που σου έδωσε εκατό χρόνια ζωής, μου ζητάς και κρέμα γάλακτος! Μήπως ξέρεις πόσο ζουν οι γάτες συνήθως;’
‘Α!, ανοησίες, κυρία. Μην ανησυχείς. Τίποτα δεν θα μου συμβεί με ένα μπολ κρέμα γάλακτος.’
‘Ένα ολόκληρο μπολ…;!’ Η μάγισσα έκλεισε τα μάτια της.
‘Μια ζωή περισσότερη μια ζωή λιγότερη.’ η γάτα ανασήκωσε τους ώμους. ‘Έχω άλλες οκτώ.’
Η μάγισσα έσμιξε τα φρύδια της σκεφτική.
‘Λοιπόν…Γιατί και τα σκυλιά την άφησαν να φύγει; Έ, εσείς! Ανόητοι κοπρίτες. Για ελάτε εδώ!’
‘ Μα σταμάτα να ουρλιάζεις έτσι !’ είπε η γάτα νωχελικά. ‘Δεν θα έρθουν. Κοιμούνται.’
‘Τι εννοείς κοιμούνται;’
‘Κοιμούνται. Δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβεις! Έφαγαν μέχρι σκασμού και τώρα χωνεύουν το φαγητό τους.’
‘…Χωνεύουν!;’
‘Έφαγαν τόσα λουκάνικα.’ Τα μάτια της γάτας στένεψαν και αναστέναξε. ‘Τα λουκάνικα είναι ωραία. Όπως και η κρέμα γάλακτος.’
‘Προδότες!’ Η μάγισσα σωριάστηκε κάτω και έκανε πως κλαίει. ‘Ξέρετε γιατί σας έχω σε αυστηρή δίαιτα; Για να μην πεθάνετε από γαστρίτιδα!’
‘Σιγά κυρία, γουργούρισε η γάτα με συμβιβαστικό τόνο στην φωνή της. ‘Και τα σκυλιά χρειάζεται να ξεκουράζονται. Εκατό χρόνια δεν πήραν ούτε ένα μπαγιάτικο ξεροκόμματο από σένα, φοβάμαι που σου το λέω αλλά είναι η αλήθεια.
‘Φοβάσαι; Τότε κλείσε το στόμα σου.’φώναξε η γριά.
Η γάτα αναγκάστηκε να σταματήσει να μιλάει,μαζεύτηκε στην άκρη και άρχισε να παίζει με την ουρά της γουργουρίζοντας ελαφρά.
‘Ίσως να την προλάβω;’είπε η γυναίκα σκεφτικά μετά από λίγο.
‘Με τι; Με την σκούπα σου;’ειρωνεύτηκε η γάτα.
‘Εδώ που τα λέμε’, είπε η μάγισσα και τα μάτια της στένεψαν με κακία, στην Ευρώπη άκουσα πως οι μάγισσες πετάνε πάνω σε μαύρες γάτες.’
‘Λοιπόν, δεν έχω πάρει καμιά εκπαίδευση πάνω σε αυτό το θέμα.’ είπε η γάτα και χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια της. ‘Και, επίσης, μπορεί να νευριάσω.’
Η μάγισσα γύρισε να φύγει αμίλητη.
‘Κυρία,ε κυρία!’
‘Τι;’
‘Τι θα έκανες αν την έπιανες; Θα την μαγείρευες να την φας;’
‘Τι είμαι, άγριο θηρίο; είπε η μάγισσα και ένιωσε να την προσβάλλουν. ‘Πως θα μπορούσα να την φάω; Με πειράζουν όλοι εδώ και τριακόσια χρόνια για αυτό. ‘Κοκαλιάρικα πόδια’ με αποκαλούν. Τι περιμένουν λοιπόν; Να τους φερθώ όμορφα; Φυσικά και θα συμπεριφερθώ σαν μια κακιά διαβολική μάγισσα! Αλλά αυτή – δεν ήταν σαν τους άλλους. Αυτό το γλυκό κοριτσάκι με φώναξε γιαγιά!’
Η γριά γυναίκα σκούπισε τα μάτια της με το μαντήλι. Και μετά είπε: ‘Μάζεψα λίγα μήλα για αυτήν…της έκανα τάρτα με μαρμελάδα…’ Η γριά χαμογέλασε ντροπαλά στην γάτα που είχε μείνει άγαλμα από την έκπληξη.