Πάμπλο Νερούντα: Πριν σ’αγαπήσω τίποτα δεν ήταν δικό μου.
Της Στεύης Τσούτση.
Στις 12 Ιουλίου 1904 έρχεται στον κόσμο ο Ρικάρντο Νεφταλί Ελιέθερ Ρέγιες Μποσοάλτο. Και μπορεί το όνομα να σας ακούγεται τελείως άγνωστο, αλλά δεν είναι. Πρόκειται για τον αγαπημένο Πάμπλο Νερούντα, που σαν σήμερα είδε το φως του Κόσμου.
Ο αγαπημένος Νερούντα, ο σπουδαιότερος ποιητής του 20ου αιώνα σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, είναι ο πιο πολυδιαβασμένος ισπανόφωνος δημιουργός. Ο Χιλιανός ποιητής έζησε σε ταραγμένες εποχές. Όσα βίωσε όπλισαν την πένα του και τον οδήγησαν στο να γίνει ο ποιητής των καταπιεσμένων και των εpωτευμένων. Γεμάτος υπαρξιακές ανησυχίες, ο βραβευμένος με Νόμπελ (1971) ποιητής υπήρξε πολυγραφότατος. Το πλούσιο έργο που άφησε πίσω του είναι θησαυρός για τις επόμενες γενιές.
Σήμερα, την ημέρα των γενεθλίων του, θυμόμαστε το έργο του μέσα από τους πιο ευαίθητους στίχους που έγραψε ποτέ.
Πριν σε αγαπήσω, τίποτα δεν ήταν δικό μου: όλο βωλόδερνα στους δρόμους: τίποτα αξία κι όνομα δεν είχε: έλπιζε ο κόσμος μόνο στον αέρα.
Είχα γνωρίσει σταχτερά σαλόνια, τούνελ κατοικημένα απ’ το φεγγάρι, στέγαστρα άπονα που αποχαιρετιόνταν, ερωτήσεις που επέμεναν στην άμμο.
Βουβά ήταν όλα, πεθαμένα κι άδεια, πεσμένα, ξεπεσμένα κι αφημένα, ήαταν αναλλοτρίωτα όλα ξένα,
όλα ήταν κανενός κι όλα των άλλων, ώσπου η φτώχεια σου κι η ομορφιά σου γέμισαν το φθινόπωρο με δώρα.
…
Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει, ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου, ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη και τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . . Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού να μας φιλάει τα μάτια και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο. Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε. Καιρός πάει πολύς που αγάπησα το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο. Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος του σύμπαντος όλου.
…
Είμαι πεινασμένος για το στόμα σου,τη φωνή σου, την κόμη σου και μες στους δρόμους διαβαίνω νηστικός, σιωπηλός, δε με βαστάει το ψωμί, η αυγή μ’ ανατρέπει, αναζητάω τον ρευστό ήχο των ποδιών σου την ημέρα.
Είμαι πεινασμένος για το γέλιο σου που γλιστράει, για τα χέρια που έχουν χρώμα ορμητικού σιτοβολώνα, είμαι πεινασμένος για τη χλωμή πέτρα των νυχιών σου, θέλω να τραγανίσω το δέρμα σου σαν ένα άθικτο αμύγδαλο.
…
«Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις,πάρε μου τον αέρα, αλλάμη μου παίρνεις το γέλιο σου.»
Ο ίδιος είπε για το έργο του και την ποίηση:«Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές “Ποιητικές Πραμάτειες” που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».